Το γράφημα που δημοσίευσε η Eurostat αποτυπώνει τον μέσο ετήσιο προσαρμοσμένο μισθό πλήρους απασχόλησης ανά εργαζόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το 2024, αναδεικνύοντας το έντονο οικονομικό χάσμα μεταξύ των χωρών-μελών. Ο μέσος όρος για την Ε.Ε. συνολικά υπολογίζεται κοντά στα 40.000 ευρώ ετησίως, αλλά οι αποκλίσεις μεταξύ των κρατών είναι εντυπωσιακές.
Στην κορυφή της κατάταξης βρίσκεται το Λουξεμβούργο, με μέσο μισθό που ξεπερνά τα 80.000 ευρώ, γεγονός που αντικατοπτρίζει το υψηλό επίπεδο διαβίωσης και τη συγκέντρωση πολυεθνικών εταιρειών και τραπεζικών ιδρυμάτων στη χώρα. Ακολουθούν η Δανία με περίπου 70.000 ευρώ και η Ιρλανδία, η οποία διατηρεί επίσης υψηλές αποδοχές λόγω της ισχυρής παρουσίας τεχνολογικών και φαρμακευτικών εταιρειών. Η Αυστρία, το Βέλγιο και η Γερμανία κυμαίνονται μεταξύ 55.000 και 60.000 ευρώ, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονικά σταθερή ισχύ των οικονομιών της Κεντρικής Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά, χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης εμφανίζουν σαφώς χαμηλότερες αποδοχές. Στην Ελλάδα, ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης δεν ξεπερνά τα 20.000 ευρώ, κατατάσσοντας τη χώρα δεύτερη από το τέλος, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία, όπου οι μέσες απολαβές κυμαίνονται κοντά στα 15.000 ευρώ. Ακόμη και χώρες όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σλοβακία εμφανίζουν ελαφρώς υψηλότερες τιμές, γεγονός που καταδεικνύει ότι το μισθολογικό επίπεδο στην Ελλάδα παραμένει καθηλωμένο, παρά τη μερική οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων ετών.

Η διαφορά μεταξύ των χωρών της Βόρειας Ευρώπης και αυτών του Νότου αγγίζει τα 50.000 ευρώ ετησίως, αποτυπώνοντας τη βαθιά ανισότητα που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας. Οι αποκλίσεις αυτές δεν οφείλονται μόνο στο διαφορετικό κόστος ζωής, αλλά και στη δομή των οικονομιών: οι βορειοευρωπαϊκές χώρες επενδύουν περισσότερο στην καινοτομία, την τεχνολογία και τη βιομηχανία υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ οι νότιες και ανατολικές χώρες εξακολουθούν να στηρίζονται σε τομείς χαμηλότερης παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός, οι υπηρεσίες και η γεωργία.
Συνολικά, τα στοιχεία της Eurostat φωτίζουν το γεγονός ότι, παρά τις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές, η οικονομική σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών παραμένει ζητούμενο. Η Ελλάδα, ειδικότερα, εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά ως προς το εισόδημα των εργαζομένων, κάτι που επηρεάζει άμεσα την αγοραστική δύναμη, την κοινωνική συνοχή και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.






