Μόλις πριν λίγα χρόνια, το 2021, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαβεβαίωνε πως η Ελλάδα δεν θα προχωρήσει ποτέ σε γεωτρήσεις στο Αιγαίο. Με ύφος οικολογικής ευαισθησίας και προσήλωσης στην «πράσινη μετάβαση», ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας διακήρυσσε ότι «η Ελλάδα δεν θα σκάψει τον βυθό της Μεσογείου για να βρει αέριο ή πετρέλαιο». Το Αιγαίο, έλεγε, «δεν θα γίνει Κόλπος του Μεξικού».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, όμως, η πραγματικότητα αποδεικνύει πόσο επικίνδυνη και κοντόφθαλμη ήταν αυτή η πολιτική. Ενώ άλλες χώρες προχώρησαν μεθοδικά στην αξιοποίηση των δικών τους φυσικών πόρων, η Ελλάδα έχασε πολύτιμο χρόνο αναλώνοντας ατέρμονες συζητήσεις για «πράσινες ατζέντες», «ανεμογεννήτριες» και «οικολογικά οράματα». Το αποτέλεσμα; Οι Έλληνες πολίτες πληρώνουν σήμερα την ακριβότερη ενέργεια σε όλη την Ευρώπη, βλέποντας το εισόδημά τους να εξανεμίζεται σε λογαριασμούς ρεύματος και καυσίμων.
Από τα μεγάλα λόγια στις ενεργειακές εξαρτήσεις
Η κυβέρνηση, ακολουθώντας πιστά τη γραμμή της Ουάσιγκτον και την πολιτική της «πράσινης» εποχής Μπάιντεν, απέρριψε κάθε ιδέα ενεργειακής αυτάρκειας και εκμετάλλευσης των ελληνικών κοιτασμάτων. Ενώ οι ενεργειακές κρίσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, η Αθήνα έμενε θεατής, μετατρέποντας τη χώρα σε διάδρομο διέλευσης για το αμερικανικό LNG, χωρίς να αποκομίζει ουσιαστικά οφέλη για τον Έλληνα φορολογούμενο.
Ακόμα και σήμερα, οι υποδομές της χώρας προσφέρονται αφειδώς για ξένα συμφέροντα, ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να πληρώνει το ρεύμα και τα καύσιμα σε τιμές πρωταθλητισμού. Το γεωστρατηγικό αποτύπωμα που η κυβέρνηση επικαλείται ως επιτυχία, δεν μεταφράζεται σε καμία ανακούφιση για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Χάσαμε τέσσερα χρόνια με «πράσινες αυταπάτες»
Από το 2021 έως σήμερα, οι κυβερνητικοί χειρισμοί στο θέμα της ενέργειας αποδείχθηκαν καταστροφικά για την οικονομία και το εθνικό συμφέρον. Ενώ η Ευρώπη έσπευδε να εξασφαλίσει εναλλακτικές πηγές ενέργειας, η Ελλάδα αναλωνόταν σε επικοινωνιακές φανφάρες περί «πράσινης μετάβασης» και «οικολογικής ευαισθησίας».
Την ώρα που τα ελληνικά κοιτάσματα μένουν αναξιοποίητα, η χώρα πληρώνει πανάκριβα για να εισάγει ενέργεια, μετατρεπόμενη ουσιαστικά σε πελάτη ξένων συμφερόντων. Και ενώ η κοινωνία στενάζει από την ακρίβεια, το κυβερνητικό αφήγημα συνεχίζει να μιλά για «επενδύσεις» και «πράσινη ανάπτυξη», λες και δεν ζούμε στη χώρα με το υψηλότερο ενεργειακό κόστος της Ευρώπης.
Ποιος πληρώνει το τίμημα;
Η αλήθεια είναι σκληρή: το τίμημα το πληρώνει ο Έλληνας πολίτης. Οι οικογένειες που παλεύουν να καλύψουν τους λογαριασμούς τους. Οι επιχειρήσεις που βλέπουν το ενεργειακό κόστος να τις στραγγαλίζει. Και το κράτος, που αντί να αξιοποιήσει τον εθνικό του πλούτο, παραμένει δέσμιο ξένων γεωπολιτικών στρατηγικών.
Η υπόθεση της Ουκρανίας θα έπρεπε να είναι μάθημα. Η Ελλάδα εξακολουθεί να «στέκεται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας» — όπως επαναλαμβάνουν οι κυβερνητικοί — αλλά στη λάθος πλευρά της οικονομίας. Οι πολίτες πληρώνουν, άλλοι κερδίζουν.
Αν η κυβέρνηση θέλει πραγματικά να υπηρετήσει το εθνικό συμφέρον, οφείλει να σταματήσει να λειτουργεί ως προέκταση ξένων πολιτικών. Οφείλει να χαράξει μια εθνική ενεργειακή στρατηγική, που θα αξιοποιεί τον ελληνικό πλούτο προς όφελος των Ελλήνων — όχι των πολυεθνικών.
Τέσσερα χρόνια χάθηκαν. Αν συνεχίσουμε έτσι, το τίμημα θα είναι ακόμα βαρύτερο — και θα το πληρώσει ξανά ο απλός πολίτης.




