ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΚΕ ΗΔΗ! Διαβάστε τι γράφει πλέον η Βικιπαίδεια για τη Μακεδονία μας

Κοινοποίηση:
makedonia0

Η Μακεδονία είναι ιστορική περιοχή της βαλκανικής χερσονήσου στη νοτιοανατολική Ευρώπη.

 

Τα σύγχρονα γεωγραφικά της όρια, εμβαδού περίπου 67.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, τέθηκαν σε χαρτογραφική βάση τον 19ο αιώνα την περίοδο της αποδυνάμωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χονδρικά, τα κοινώς αποδεκτά όρια της νεώτερης γεωγραφικής Μακεδονίας είναι βόρεια μέχρι το όρος Σκάρδος, βορείως της πόλης των Σκοπίων, ανατολικά την οροσειρά της Ροδόπης και την κοιλάδα του Νέστου, νότια το ορος Όλυμπος και δυτικά τον ορεινό όγκο της Πίνδου. Η περιοχή περιλαμβάνει τις κοίτες (από τα δυτικά προς τα ανατολικά) των ποταμών Αλιάκμονα, Αξιούκαι του Στρυμώνα (από τους οποίους ο Αξιός καταλαμβάνει μακράν την μεγαλύτερη έκταση) και τις πεδιάδες γύρω από τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Η Μακεδονία θεωρήθηκε «φυσική» γεωγραφική περιοχή, παρά το ότι η περιοχή δεν προσφέρεται από την άποψη της φυσικής γεωγραφίας ή της ιστορίας ως μία ενιαία γεωγραφική οντότητα.

Σήμερα η περιοχή της Μακεδονίας εκτείνεται ως επί το πλείστον στην επικράτεια τριών γειτονικών κρατών: στην Ελλάδα ανήκει η μισή περίπου έκταση της περιοχής όπου κατοικεί ο μισός πληθυσμός της, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανήκει σχεδόν το 40% της έκτασης και στη Βουλγαρία περίπου το το 10%, στην περιοχή του Μπλαγκόεβγκραντ.

Οριοθέτηση

Το αρχαιοελληνικό μακεδονικό βασίλειο (αριστερά) και η Ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας (δεξιά). Όρια κατά προσέγγιση.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρχε διοικητικό διαμέρισμα με το όνομα «Μακεδονία».Πριν την εμφάνιση του ελληνικού εθνικού κινήματος, η μη εγγράμματη πλειονότητα των κατοίκων των αρχαίων ελληνικών χωρών δε χρησιμοποιούσε τις αρχαίες ονομασίες τους, όπως «Μακεδονία»· οι περισσότεροι αναφέρονταν κυρίως σε περιοχές μικρότερης κλίμακας (όπως «Κοζάνη», «Βέροια» κ.ο.κ.), εντός των ορίων των οποίων περνούσαν ολόκληρη τη ζωή τους. Την περίοδο της Αναγέννησης, δυτικοί λόγιοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τα αρχαία ελληνικά τοπωνύμια, δίχως να έχουν ακριβή αντίληψη των εδαφών στα οποία αντιστοιχούσαν.Με την εμφάνιση του ενδιαφέροντος για την κλασική αρχαιότητα, δυτικοί περιηγητές, με πρώτο τον Κυριακό τον Αγκωνίτη, ταξίδευαν στην περιοχή της Μακεδονίας ασχολούμενοι με και καταγράφοντας τα μνημεία του αρχαίου παρελθόντος της. Τις αρχαίες ονομασίες γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν οι εγγράμματοι κοσμικοί και κληρικοί των ελληνικών χωρών, που διάβαζαν τους κλασικούς συγγραφείς και δυτικούς περιηγητές, δίχως, ωστόσο, να συμφωνούν μεταξύ τους ή να έχουν σαφή εικόνα για τα όρια των περιοχών αυτών. Η σύγχυση των κλασικών συγγραφέων σχετικά με τα όρια των ελληνικών χωρών αναπαράχθηκε από όσους ασχολούνταν με το ζήτημα ανατρέχοντας στις αρχαίες πηγές.Η άγνοια των βαλκανικών γλωσσών και η έλλειψη τοπογραφικών ερευνών εξαιτίας της Οθωμανικής κατάκτησης είχαν ως αποτέλεσμα ως και τις αρχές του 19ου αιώνα οι δυτικοευρωπαίοι λόγιοι να αγνοούν τα ευρισκόμενα τότε σε χρήση τοπωνύμια και η μελέτη της γεωγραφίας των Βαλκανίων να γίνεται με τους όρους του Στράβωνα και του Κλαύδιου Πτολεμαίου.

Ο Στράβων, που σε κάποιο σημείο των Γεωγραφικών του θεωρούσε τη Μακεδονία τμήμα της Ελλάδας (Ζ’ 9: «Ἔστι μὲν οὖν Ἑλλὰς καὶ ἡ Μακεδονία»), ενώ αλλού έγραφε ότι η Ελλάδα έφτανε «μέχρι τῆς ἐκβολῆς τοῦ Πηνειοῦ» (Η’ 1.3), έθετε ως δυτικό όριο της Μακεδονίας τον Πυλώνα, σταθμός της Εγνατίας οδού στο λαιμό του όρους παρά την ανατολική όχθη της Λυχνίτιδας λίμνης που συνδέει τα βόρεια της Πίνδου με το μεσημβρινό κλάδο του Σκάρδου), διακρίνοντας και τη Μακεδονία της Ιλλυρίας (Ζ’ 323). Ως ανατολικό όριο, ακολουθώντας τον Θουκυδίδη, θεωρούσε τον Στρυμώνα (Β’ 99). Ως νότιο δε όριο έθετε αντί των φυσικών ορίων (Πηνειός, Όλυμπος, Καμβούνια όρη, Πίνδος) την από Θεσσαλονίκης προς Δυρράχιο Εγνατία οδό, αποκόπτοντας έτσι μέγα τμήμα και μάλιστα το αρχαιότερο της Μακεδονίας. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος έθετε ως βόρεια όρια το Δυρράχιο και τους Στόβους, ως ανατολικά τον Νέστο και ως νότια την Οίτη και τον Μαλιακό κόλπο, υπάγοντας έτσι στη Μακεδονία όλη τη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα (Πτολ. Γ’ 13). Ο Τίτος Λίβιος προσεγγίζοντας ίσως περισσότερο παντός άλλου ανέφερε ότι «πόση είναι η Μακεδονία […] και αυτοί ακόμη οι Μακεδόνες αγνοούσαν». Για τους δυτικοευρωπαίους λογίους η Μακεδονία ήταν η ρωμαϊκή επαρχία, οριζόμενη από τα φυσικά όρια των οροσειρών της Πίνδου, του Σκάρδου και της Ροδόπης.[12] Έτσι, ο Γάλλος ιστορικός Desdevises du Dezert ονόμαζε Μακεδονία ολόκληρη τη περιοχή από Αδριατικό μέχρι τη Ροδόπη και από του Σκάρδου μέχρι το Πηνειό. Ο Μαργαρίτης Δήμιτσας, αντιθέτως, περιόριζε τα βόρεια και δυτικά όρια της Μακεδονίας και ενώ παραδέχεται τα λοιπά ως ακριβή περιλάμβανε στη Μακεδονία και αυτή την Ιλλυρία λόγω των πολλών εκεί αποκιών της.[εκκρεμεί παραπομπή]

Οι αναζητήσεις των ορίων της Μακεδονίας από Έλληνες και μη γεωγράφους που ακολουθούσαν τον Στράβωνα είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούν ως αδιαμφισβήτητα όρια της περιοχής προς βορρά τα όρη Σκάρδος και Όρβηλος και μέσα από τα γραπτά τους να ταυτιστεί με την αρχαία Μακεδονία η ευρύτερη αυτή γεωγραφική περιοχή. Προς νότιο όριο της Μακεδονίας θεωρήθηκε το Αιγαίο από Νέστου μέχρι Πηνειού και ορέων Όλυμπος, Τιτάριο και Καμβούνια, (χώριζαν από τη Θεσσαλία τις επαρχίες Πιερίας και Ελιμίας). Προς δυσμάς η βόρεια οροσειρά της Πίνδου δηλαδή τα όρη Τύμφη, και Βόϊο που χώριζαν τις μακεδονικές επαρχίες Ελιμία και Ορεστίδα από την Ήπειρο, στη συνέχεια το όρος Πετρίνοπαρά της Λυχνίτιδας λίμνης (Αχρίδας) και το όρος Τούρια που χώριζαν τις μακεδονικές Επαρχίες Λυγκιστίδα και Πελαγονία από την Ιλλυρία. Τέλος προς ανατολάς το όρος Όρβηλος και ο ποταμός Νέστος που χώριζαν από της Θράκης τις επαρχίες Σιντική, Οδομαντική και Ηδωνίδα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Φυσική γεωγραφία

Μορφολογία εδάφους

Η Μακεδονία είναι περιοχή πολύμορφη με ψηλά όρη που περιβάλουν εκτεταμένες πεδιάδες και αρκετούς ποταμούς που μερικοί πηγάζουν στις γειτονικές χώρες. Με μια γρήγορη ματιά στο ανάγλυφο του χώρου της εύκολα διαπιστώνεται ότι κύριο χαρακτηριστικό της Μακεδονίας είναι ο συσσωρευμένος ορεινός όγκος στα δυτικά που απλώνει προς την ανατολή ένα μακρότατο βραχίονα με αλλεπάλληλες οροσειρές που επιστέφουν από βορρά όλη τη χώρα έως τη Θράκη κατά μήκος των βορείων συνόρων. Οι οροσειρές αυτές κόπτονται σε δύο ομάδες από τη βαθειά κοιλάδα του Αξιού (στο κέντρο της Μακεδονίας). Συνάμα σημαντικοί ποταμοί οι μεγαλύτεροι της Ελλάδας διασχίζουν τη γη αυτή που με τις υπάρχουσες αρκετές λίμνες παρέχουν το γενικό εκείνο μορφολογικό πλαίσιο που επιτρέπει τη διαίρεση του χώρου σε ακριβώς τρία χωριστά τμήματα, τη Δυτική Μακεδονία (εξαιρετικά ορεινή με σημαντικά οροπέδια), την Κεντρική Μακεδονία (με τις εκτεταμένες πεδιάδες) και την Ανατολική Μακεδονία (με τα εύφορα λεκανοπέδια που περικλείονται σε λοφοσειρές).

Όρη

Στη Δυτική Μακεδονία, δύο παράλληλες οροσειρές, από Β προς Ν (διακλάδωση του Σκάρδου) με κύριο όρος το Πέτρινο (ή Γκαλιτσίκα) (Βορειοδυτικό όριο), χωρίζουν τις λεκάνες των λιμνών Μεγάλης και Μικρής Βρυγηίδας (ή Πρέσπες) από της Αχρίδας (Λυχνιτίδας), το Τρικλάριο, το Γράμμο, τα Όντρια, το Βόιο, την Πίνδο (με υψηλότερη κορυφή, τη Βασιλίτσα) και το Σμόλικα, της δε προς Α. οροσειράς ο Βαρνούς (ή Περιστέρι), το Βέρνο ή Βίτσι, Σινιάτσικο ή Άσκιο, ο Βούρινος και το Βέρμιο. Ανατολικά το Καϊμακτσαλάν που στο Ελληνικό έδαφος ονομάζεται Βόρας, το Πίνοβο, η Τζένα και το Πάικο. Μια νότια διακλάδωση αποτελούν τα Καμβούνια και τα Πιέρια που συνδέονται με τα Θεσσαλικά όρη Χάσια, Αντιχάσια και Όλυμπο. Ανάμεσα στις αλλεπάλληλες αυτές οροσειρές το οροπέδιο της Εορδαίας που συνεχίζει προς Β με της Λυγκηστίδας (Φλώρινας και Μοναστηρίου) και προς Ν με της Κοζάνης και της Καστοριάς. Επίσης ανάμεσα στις οροσειρές αυτές κυλούν τα χειμαρρώδη νερά τους μικροί ποταμοί που τρέφουν καταλήγοντες στον Αλιάκμονα η κοιλάδα του οποίου αποτελούσε άλλοτε κόλπο που καλύφθηκε από τις προσχώσεις. (Πολλοί πιστεύουν ότι υπολείμματα εκείνου του κόλπου είναι η λίμνη της Καστοριάς).
Στην Κεντρική Μακεδονία παρουσιάζεται μια εντελώς διαφορετική όψη με μια σειρά από πεδιάδες που στεφανώνονται από οροσειρές. Κορμός αυτής είναι η κοιλάδα του Αξιού, ανάμεσα στα όρη Βέρμιο δυτικά, Κρούσσια και Κερδύλια ανατολικά την Κερκίνη (ή Μπέλες)βορεινά και νότια του Χολομώντα στη Χαλκιδική, η ευφορώτερη της χώρας. Η Χαλκιδική, τραχεία προέκταση της Κεντρικής Μακεδονίας, αποτελεί τη μεγαλύτερη χερσόνησο της Ελλάδας, με έκταση 3.281 τετρ. χλμ. μεταξύ Θερμαϊκού – Στρυμονικού κόλπου και που χωρίζεται με δύο λίμνες, τη Βόλβη ή Λίμνη Μπεσικίων ανατολικά και την Κορώνεια ή του Λαγκαδά δυτικά που καταλήγει εισχωρούσα στο Αιγαίο ως Τρίαινα του Ποσειδώνα σε τρεις παράλληλες μικρότερες χερσονήσους, της Κασσάνδρας ή Παλλήνης (δυτ.), της Σιθωνίας ή του Λόγκου και της Ακτής ή Άθω ή Αγίου Όρους (ανατ.) με αντίστοιχα ακρωτήρια το Ποσείδαιο, το Δρέπανο και το Νυμφαίο ή Ακρόθωο και επιμέρους κόλπους της Κασσάνδρας και του Αγ. Όρους ή Σιγγιτικός. Η Χαλκιδική, στην οποία δεσπόζει η ορεινή τριάδα Χορτιάτης, Χολομώντας και Στρατονικό με σπουδαιότερο χείμαρρο τον Ρήχειο, είναι η πλουσιότερη μεταλλευτική περιοχή της Ελλάδας.
Στην Ανατολική Μακεδονία, αν ο ποταμός Αξιός κόβει στα δύο τη βόρεια στεφάνη της Μακεδονίας χωρίζοντάς την σε Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, ο ποταμός Στρυμών κόβει την ανατολική στεφάνη και χωρίζει έτσι την Κεντρική από την Ανατολική Μακεδονία που απλώνεται μέχρι το Νέστο ποταμό, φυσικό όριο με τη Θράκη. Ανάμεσα στους δύο αυτούς ποταμούς η Ανατολική Μακεδονία καλύπτεται από μια σειρά οροσειρών με ενδιάμεσες εύφορες κοιλάδες. Οι οροσειρές αυτές αρχίζουν από τα στενά της Κούλας που τα διασχίζει μεν ο Στρυμών αλλά και η εθνική οδός Θεσσαλονίκης – Σερρών – Σόφιας. Την ανατολική πλευρά των στενών αποτελούν οι προσβάσεις του όρους Άγκιστρο ή Τσιγγέλι απέναντι της Κερκίνης. Κατόπιν το όρος Όρβηλος (που είναι συνέχεια των Βουλγαρικών ορεινών όγκων του Πιρίν) με την ψηλότερη κορφή του στο ελληνικό έδαφος, την Αλή-Μπουντούς. Συνέχεια προς Ν τα όρη Βροντούς, Μενοίκιο και Α. το Φαλακρό και η Λεκάνη. Και ενώ όλα συνδέονται μεταξύ τους σε ενιαίο όγκο της οροσειράς της Ροδόπης (με τα όρη Ελατιά, Φρακτό και το ορεινό συγκρότημα της Κούλας), όπου και ο κύριος κορμός της είναι εντός της Βουλγαρίας, περιέργως το Παγγαίο ορθώνεται τελείως απομονωμένο προς Ν με συντροφιά ένα μικρότερο όρος, το Σύμβολο. Η Βόρεια Μακεδονία, η οποία αποτελεί την πΓΔΜ, είναι κυρίως ορεινή, αλλά αποτελείται από πολλές λίμνες με μεγαλύτερη τη λίμνη Οχρίδα, την οποία μοιράζεται με την Αλβανία.

Η Μεγάλη Πρέσπα στη δυτική Μακεδονία είναι το σύνορο τριών κρατών: της Ελλάδας, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Αλβανίας.
Ποταμοί και λίμνες

Κυριότεροι ποταμοί της Μακεδονίας είναι οι Αξιός, Αλιάκμονας, Στρυμών, Γαλλικός, Λουδίαςκαι Νέστος. Η Μακεδονία δεν είναι χώρα των λιμνών, αλλά αν αναλογισθεί κανείς ότι από το σύνολο των 23 ελληνικών λιμνών, εκτός τις 6 λιμνοθάλασσες συνολικής επιφάνειας 734 τετρ. χλμ. οι 10 βρίσκονται στη Μακεδονία με μια λιμναία έκταση 191 τ. χλμ. τότε ασφαλώς, για την Ελλάδα, μάλλον είναι χώρα των λιμνών.

Οι λίμνες της Μακεδονίας[3] διακρίνονται σε ορεινές και πεδινές. Ορεινές (κύριες) είναι: Η Αχρίδα (ή Λυχνιτίδα), η Μεγάλη Βρυγηίς (853/288(37)/50) – η μέγιστη των Βαλκανίων και η βαθύτερη επί ελληνικού τμήματος της Ελλάδας, και η Μικρή Βρυγηίς (-/44/-) (ή Πρέσπες), η Βεγορίτιδα (ή Βεγορίτις ή του Οστρόβου) (540/68/65) – με τρεις επιμέρους μικρότερες των Πετρών, τη Χειμαδίτιδα και την Ζάζαρη, της Δοϊράνη (–/43(17)/8) και η Ορεστιάς (ή Καστοριάς) 620/30/10. Πεδινές είναι: η άλλοτε Γιαννιτσών[4], της Αρτζάνης και του Αματόβου που αποξηράθηκαν, η Κερκίνη, η Κορώνεια (ή του Λαγκαδά ή του Αγ. Βασιλείου) (55/57/15), η Βόλβη 50/73/20 και η Πικρολίμνη.

Ιστορία
Γλωσσικές κοινότητες

Την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, η ελληνοφωνία επεκτάθηκε προς βορρά στην Ιλλυρία και τη Θράκη, αλλά οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών και επιδρομές που ακολούθησαν από τον 3ο μ.Χ. αιώνα κ.ε. μετέβαλαν την πληθυσμιακή σύνθεση της Βαλκανικής, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση συμπαγών θυλάκων Σλάβων ιδίως στα πεδινά των βόρειων ελληνικών χωρών. Την περίοδο του Διαφωτισμού και της εμφάνισης του ελληνικού εθνικού κινήματος[15] στην περιοχή της Μακεδονίας η ελληνοφωνία περιοριζόταν στην παραλιακή της ζώνη (τα νότια τμήματα της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας), ενώ η ζώνη ομιλίας της σλαβικής εκτεινόταν προς νότο ως τα πεδινά της Ημαθίας και της Θεσσαλονίκης.

Οι ζώνες ομιλίας της ελληνικής, της αλβανικής και της σλαβικής, συνέκλιναν στην περιοχή των λιμνών Αχρίδας, Πρεσπών και Καστοριάς,[17] ενώ όριο μεταξύ της ζώνης συμπαγούς ελληνοφωνίας και σλαβοφωνίας αποτελούσε μια νοητή γραμμή που από το Γράμμοδιερχόταν νοτίως της Καστοριάς, βορείως της Κοζάνης και της Βέροιας, νοτίως της Έδεσσαςκαι των Γιαννιτσών, και κατέληγε στην περιοχή των εκβολών του Αξιού, στη Θεσσαλονίκη.[18] Στην περιοχή βορείως αυτής της νοητής γραμμής επικρατούσε η σλαβοφωνία, ενώ σε όλη την έκτασή της υπήρχαν ετερόγλωσσες νησίδες, θύλακες όπου ομιλούνταν τα τούρκικα, τα ελληνικά και τα βλάχικα.[19] Στην ελληνόφωνη ζώνη περιλαμβανόταν ένα σύνολο χωριών ελληνόφωνων μουσουλμάνων, των Βαλαάδων, που είχαν ως κέντρο το Λαψίστι ή Λεψίστα, τη σημερινή Νεάπολη της Κοζάνης.[20] Ανατολικά της συστάδας των οικισμών των Βαλαάδων βρισκόταν μια ζώνη ελληνόφωνων χριστιανικών χωριών, ανάμεσα στα όρη Μουρίκι και Άσκιο, εκτεινόμενη από τους εξελληνισμένους βλαχόφωνους οικισμούς Βλαχοκλεισούρα και Βλάστη στο βορά, ως το Σισάνι, το Βογατσικό, την Εράτυρα και τη Σιάτιστα στο νότο.[21] Ανατολικότερα, η ζώνη της σλαβοφωνίας που ξεκινούσε από την περιοχή της Πελαγονίας συναντούσε βορείως της Κοζάνης και στα νότια της Πτολεμαΐδας τα τουρκόφωνα κονιαροχώρια ή «μπουτσάκια», μια εκτεταμένη ομάδα εγκαταστάσεων Τούρκων εποίκων.Βόρεια αυτού του τουρκόφωνου θύλακα υπήρχαν σλαβόφωνα χωριά, ανάμεσα στα οποία εστίες ελληνοφωνίας αποτελούσαν χωριά εξελληνισμένων Βλάχων, όπως το Νυμφαίο, Αλβανών, όπως το Λέχοβο, ή Αλβανών και Βλάχων, όπως το Φλάμπουρο και η Δροσοπηγή.Το δυτικό άκρο της συστάδας των τουρκόφωνων χωριών συναντούσε τη σλαβόφωνη ζώνη, ενώ στο όρος Βέρμιο υπήρχαν βλαχοχώρια απ’ όπου ίσως διείσδυσε η ελληνική στο σλαβόφωνο χωριό Κατράνιτσα στους δυτικούς πρόποδες του βουνού. Στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου, η Βέροια, η Νάουσα και αργότερα η Έδεσσα ήταν πόλεις που προσείλκυαν και ενσωμάτωναν στον ελληνόφωνο πυρήνα τους τους ορεσίβιους Βλάχους και τους σλάβους των πεδιάδων ανατολικά του όρους. Στα χωριά της Καρατζόβας, όπως τη Νώτια κ.ά, κατοικούσαν βλαχόφωνοι μουσουλμάνοι, ενώ τα Γιαννιτσά αποτελούσαν εστία τουρκοφωνίας.[24] Ανατολικά του Αξιού, η παρουσία της ελληνικής περιοριζόταν σε μια στενή παράλια ζώνη στα νότια, έως μια νοητή γραμμή που διερχόταν νοτίως του Κιλκίς και της Δράμας.

Στην αλλόφωνη ενδοχώρα, τα αστικά κέντρα αποτελούσαν κέντρα ελληνοφωνίας, ενώ οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν κατά κανόνα σλαβόφωνοι.[26] Βορείως της νοητής γραμμής που διαχώριζε τις ζώνες συμπαγούς ελληνοφωνίας και σλαβοφωνίας, οι πόλεις της περιοχής των λιμνών στα δυτικά και πόλεις όπως η Καστοριά, το Μοναστήρι, ο Πρίλαπος, η Στρώμνιτσα, το Μελένικο, οι Σέρρες κ.ά. εξελλήνιζαν τους Βλάχους, Αλβανούς και Σλάβους χωρικούς που εγκαθίσταντο σε αυτές, σε μια διαδικασία στην οποία διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο οι μητροπόλεις και οι επισκοπές, τα εκκλησιαστικά και κοινοτικά σχολεία, καθώς και η αίγλη της ελληνοφωνίας, ως lingua franca του εμπορίου. Το φαινόμενο αυτό του εξελληνισμού πραγματοποιούνταν με ταχύτερους ρυθμούς από την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και εξής και εντονότερα στις πόλεις και τα μεγάλα χωριά ανατολικά του Αξιού, λόγω της εγγύτητας με την Κωνσταντινούπολη και ακμάζοντα ελληνικά κέντρα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών.[27] Η πρόοδος, ωστόσο, αυτή της ελληνοφωνίας μεταξύ των αλλόγλωσων Χριστιανών της περιοχής δεν εξάλειψε την αλλοφωνία στα χωριά, όπου, με εξαίρεση τα μεγάλα βλαχοχώρια και όσα χωριά βρίσκονταν κοντά σε πόλεις, κατοικούσαν μικρές αμιγείς γλωσσικά κοινότητες, οι κάτοικοι των οποίων δε μάθαιναν παρά όσες ελληνικές και τουρκικές λέξεις ήταν απαραίτητες για τις συναλλαγές τους.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα και για έναν αιώνα, ιδίως τους χρόνους του Αλή πασά και της Ελληνικής Επανάστασης, υπό την πίεση Αλβανών ατάκτων και του Αλή πασά, προκλήθηκε μετανάστευση κατά κύματα προσφύγων από την Ήπειρο και την Αλβανία, Αλβανών, Βλάχων και Ελλήνων, που κατέφυγαν στη Μακεδονία.Έλληνες και εξελληνισμένοι Αλβανοί από την Ήπειρο και την Αλβανία μετακινήθηκαν προς τα ανατολικά και δημιούργησαν ελληνόφωνες εγκαταστάσεις σε τσιφλίκια, όπως στα νοτιοδυτικά της Καστοριάς, εξελληνισμένοι Βλάχοι της Μοσχόπολης κατέφυγαν σε πόλεις των δυτικών της Μακεδονίας, όπως το Μοναστήρι, ενισχύοντας το ελληνόφωνο στοιχείο τους,[ ενώ όσοι εγκαταστάθηκαν σε σλαβόφωνους οικισμούς αναπόφευκτα αφομοιώθηκαν γλωσσικά, όχι χωρίς να προκληθούν εντάσεις με τους ντόπιους.

Το ελληνικό όραμα

Η Μακεδονία στη νεοελληνική γεωγραφία

Χάρη στις λαϊκές παραδόσεις για το βασιλιά Αλέξανδρο, η αρχαία Μακεδονία είχε γίνει σύμβολο ανδρείας με ευρύτερη απήχηση, ελκύοντας ως και Βλάχους και Μουσουλμάνους, που αυτοπροσδιορίζονταν ως «Μακεδονίτες» ή «Μακεδόνες».[32] Η συγκρότηση της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας με αναφορά στην κλασική αρχαιότητα κατέστησε αναπόφευκτη την συμπερίληψη σε αυτή της Μακεδονίας.[33] Την περίοδο του ώριμου Διαφωτισμού δεν υπήρχε ομοφωνία μεταξύ των Ελλήνων λογίων για τη θέση της Μακεδονίας στην ελληνική γεωγραφία, καθώς άλλοτε απηχώντας απόψεις Δυτικών αρχαιομαθών θεωρούσαν τη Μακεδονία, μαζί με τη Θράκη και την Ήπειρο, χώρα ευρισκόμενη εκτός της κλασικής Ελλάδας, που αποτελούσε, ωστόσο, τμήμα της «Ελλάδας», εννοούμενης ως το σύνολο των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και, ως περιοχή όπου απαντούσε η ελληνοφωνία και κατοικούσαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, συμπεριλαμβανόταν στη «Γραικία», τη νέα Ελλάδα που βρισκόταν ακόμη εν τω γίγνεσθαι.

Περισσότερο περίπλοκο ήταν το ζήτημα των ορίων της Μακεδονίας, λόγω αφενός της χρήσης στη γεωγραφία και τη χαρτογραφία όρων ασαφών προερχόμενων από την αρχαιότητα, αφετέρου λόγω της δυσκολίας σαφούς χωροθέτησης των χωρών με τις οποίες θεωρούνταν ότι συνόρευε η Μακεδονία, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και ιδίως της Αλβανίας ή Αρβανιτιάς στα δυτικά, που κάποιες φορές καταγραφόταν ως επαρχία της Μακεδονίας.Ομοίως αξακολουθούσε η σύγχυση για το νόημα του όρου «Μακεδόνες», που δήλωνε τόσο τους αρχαίους Μακεδόνες όσο και τους συγκαιρινούς κατοίκους της περιοχής, που, όπως έγραφε στις αρχές του 19ου αιώνα ο Αθανάσιος Ψαλίδας αναπαράγοντας απόψεις που φαίνεται να ήταν διαδεδομένες ανάμεσα στους εγγράμματους της εποχής του, ήταν «ποταποί», «Βουργάροι, Τούρκοι και ολίγοι Έλληνες και Βλάχοι άποικοι από την Αρβανιτιά».

Ελληνική Επανάσταση του 1821

Η σημαία των Χαλκιδικιωτών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821
Στη Μακεδονία, η επανάσταση εκδηλώθηκε αρχικά στη Χαλκιδική τον Ιούνιο του 1821, υπό τον Εμμανουήλ Παππά. Αφού κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Χαλκιδική, τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης και την περιοχή της Βόλβης, επιχείρησαν να επιτεθούν ταυτόχρονα από Νότο και Ανατολή στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο ερχομός ισχυρών Οθωμανικών δυνάμεων τους ανάγκασε σε ήττα στη Μάχη της Ρεντίνας και τελικά οπισθοχώρηση στην Κασσάνδρα. Την ίδια περίοδο στα Γρεβενά, οι αδελφοί Ιωάννης και Θεόδωρος Ζιάκας ξεσήκωσαν την Πίνδοκαι προσπάθησαν να απελευθερώσουν την πόλη των Γρεβενών. Οι Ολύμπιοι οπλαρχηγοί Διαμαντής Νικολάου, Γεώργιος Ζαχίλας, ο Γούλας Δράσκος, οι Λαζαίοι κ.α., όντας αποδεκατισμένοι από την Εξέγερση του 1808, δίστασαν να συμμετέχουν περιμένοντας βοήθεια από τη νότια Ελλάδα. Μόνο ο Δημήτριος Λιακόπουλος, με τον Νικόλαο Κασομούλη μετέβησαν στη Χαλκιδική προκειμένου να βοηθήσουν τους εκεί επαναστάτες. Η οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Εξεγέρσεις σημειώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (χωρίς όμως συντονισμό), στη Στρώμνιτσα (με τους Διακόπουλο και Διαμαντή), στη Γευγελή, τις Τίκφες.

Το 1822 άναψαν και νέες εστίες επανάστασης. Στις αρχές του χρόνου επαναστάτησαν η Νάουσα, η Βέροια, η Κατράνιτσα, η Χρούπιστα και οι περιοχές του Ολύμπου. Οι Τούρκοι απάντησαν άμεσα και με μία στρατιά του Πασά της Θεσσαλονίκης, κατέστρεψαν τη Νάουσα. Οι γυναίκες της πόλης κατέφυγαν στον ποταμό Αράπιτσα και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό. Στη συνέχεια προχώρησαν σε καταστροφές πολλών Ελληνικών χωριών και κωμοπόλεων της Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση, μεταξύ των οποίων, του Κιλκίς, του Καρασουλίου, του Λαγκαδά και της περιοχής γύρω από τη Νάουσα. Στο μεταξύ, συστάθηκε τριμελής Επιτροπή Βορειομακεδόνων, εκπροσωπούμενη από το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και τη Βογδάντσα (από ένα μέλος), στην πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση του 1822.Στις επιχειρήσεις της Νάουσας ηγετικό ρόλο είχαν ο Αναστάσιος Καρατάσος, ο Αγγελής Γάτσος και ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου.

Σχηματίστηκε μία στρατιωτική ένωση προσφύγων «Μακεδονο-Θεταλλο-Θρακών», που βρισκόταν σε επαφή με τους «Θρακοσερβοβουλγάρους» έφιππους εθελοντές υπό το Χατζηχρήστο Βούλγαρη, πολλοί από τους οποίος προέρχονταν από τη «μακεδονική Ελλάδα», δηλαδή τη Χαλκιδική, την Έδεσσα και τη Νάουσα.[40] Η συμμετοχή της Μακεδονίας στην Επανάσταση οδήγησε στην ενθουσιώδη θεώρησή της ως ελληνικής επαρχίας.[41] Ενώ από τις αρχές της Επανάστασης έγινε αποδεκτή η διάκριση ανάμεσα στις επικράτεια του μελλοντικού κράτους και των ορίων του ελληνικού έθνους, ο περιορισμός προϊοντος του χρόνου της πολεμικής δραστηριότητας στις νότιες ελληνικές χώρες έτεινε στο να ταυτίζεται η Ελλάδα με την περιοχή αυτή.[42] Οι πληρεξούσιοι των εκτός «ελευθέρας Ελλάδος» περιοχών, όπως της Μακεδονίας, γίνονταν δεκτοί μεταξύ των εθνικών αντιπροσώπων στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις, αλλά αργότερα συνήθως ως «πληρεξούσιοι παροίκων» και στην Ε΄ Εθνοσυνέλευση έγιναν δεκτοί μετά από πολλές παρακλήσεις.[43]

Αλλά και στο πολιτικό πεδίο, η εκπροσώπηση της Μακεδονίας ήταν πληθωρική, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τη μεγάλη απόσταση από τα κέντρα αποφάσεων. Κατά τη συνεδρίαση του Άρειου Πάγου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας το 1821, στο 12μελές κυβερνητικό σχήμα συμμετείχε ως εκπρόσωπος Μακεδονίας ο Ιωάννης Σκανδαλίδης ο Μακεδών. Λόγω της αθρόας και καθοριστικής συμμετοχής της Μακεδονίας, για την τύχη της επανάστασης, στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, ο πληρεξούσιος Μακεδονίας Ιωάννης Σκανδαλίδηςκατατάσσεται στο Α΄ κλήρο πληρεξουσίων και ορίζεται ως Α΄ Γραμματέας του Βουλευτικού, ενώ ο κύριος συντάκτης της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος, η οποία συμπεριλήφθηκε αυτούσια στο Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, που ήταν και το πρώτο σύνταγμα της πολιτείας, ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης. Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου, Ερμιόνης και Τροιζήνας, πληρεξούσιοι ανατολικομεσημβρινών επαρχιών Μακεδονίας, Μαδεμοχωρίων μετά των πέριξ, Κασσάνδρας και Χασικοχωρίων ήταν οι Δημήτριος Σταγειρίτης, Αθανάσιος Μαυροϊδής, Νικόλαος Ιωαννίδης και Δημήτριος Κοκκαλιώτης, Έδεσσας ο Παναγιώτης Ναούμ, Θεσσαλονίκης ο Ιωάννης Μιχαήλ, Μελενίκου ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και λοιπής Μακεδονίας ο Μάρκος Δραγούμης, ενώ γραμματέας ορίστηκε ο Γεώργιος Χρυσίδης. Στην Δ΄, κατ’ επανάληψη και κατά συνέχεια πληρεξούσιοι Μακεδονίας, Κασσάνδρας, Μαντεμίου, Εδέσσης και Ναούσης ήταν οι Αθανάσιος Σκανδαλίδης, Γεώργιος Χρυσηίδης, δημήτριος Σταγειρίτης, Παναγιώτης Ναούμ και Βάιος Γεωργίου, ενώ συμμετέχοντες ήταν οι Αναστάσιος Ελαιών,Ιάκωβος Περικλής (Λιτόχωρο),αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος,] αρχιμανδρίτης Αρσένιος και Δημήτριος Τσάμης Καρατάσος. Γραμματέας ορίστηκε ο Αναστάσιος Πολυζωίδης. Τέλος, στην Ε΄ Εθνοσυνέλευση, πληρεξούσιοι Ολύμπου, Μακεδονίας, Κασσάνδρας και Εδέσσης ήταν οι Τόλιας Λάζος, Αναστάσιος Ελαιών, Παναγιώτης Ναούμ, Ανδρόνικος Πάικος, Ν. Γούσιος και Αναγνώστης Παπαδόπουλος.

Όταν το 1828 στο πλαίσιο διπλωματικών διαπραγματεύσεων οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από τον κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια να προσδιορίσει χερσαία σύνορα της Ελλάδας που να είναι φύσει οχυρά και να διαχωρίζουν τους δύο λαούς, ο Καποδίστριας αφήσε εκτός Ελλάδας τη Μακεδονία και πρότεινε ως σύνορο τη γραμμή Ολύμπου-Ζυγού, θεωρώντας ότι «τούτο το όριον διεχώριζε και το πάλαι την Ελλάδα από τα βόρεια γειτονικά μέρη» και, με βάση μαρτυρίες λογίων και περιηγητών της εποχής, πως η Μακεδονία είχε κυριευθεί «από τους Σλάβους και από πολλάς άλλας φυλάς».

Αλυτρωτικές εξεγέρσεις

Κατά τη διάρκεια του 19ου αι. οι Μακεδόνες πήραν τα όπλα αρκετές φορές για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό (με σημαντικότερες το 1854, το 1878 και το 1896), χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την ίδια εποχή η οθωμανική διοίκηση σκλήρυνε τη στάση της απέναντι στο ελληνικό στοιχείο. Παράλληλα, η γενικότερη παρακμή της οικονομίας και η αποσύνθεση της δημόσιας διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των χριστιανών (και ιδιαίτερα των Ελλήνων) της Μακεδονίας.

Ο Μακεδονομάχος Καπετάν Άγρας και η ομάδα του στη λίμνη των Γιαννιτσών(1906).
Μετά το 1870, οι Βούλγαροι άρχισαν να πιέζουν στη Μακεδονία στο εκκλησιαστικό, το εκπαιδευτικό και το οικονομικό πεδίο. Οι Βουλγαρικές πιέσεις είχαν σκοπό να υπερισχύσουν εθνικά εις βάρος των Ελλήνων, χτίζοντας σχολεία και εκκλησίες, διορίζοντας δασκάλους και καθηγητές, ιδρύοντας φιλεκπαιδευτικούε ομίλους. Η εκστρατεία αυτή επικεντρώθηκε κυρίως στην προσπάθεια προσεταιρισμού των σλαβόφωνων που κατοικούσαν στην κεντρική ζώνη της Μακεδονίας. Η βουλγαρική αυτή εκστρατεία, λόγω και της θρησκευτικής αυτονόμησης των Βουλγάρων, άρχισε να παίρνει δραματικές διαστάσεις στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα στις βόρειες περιοχές της Μακεδονίας. Η θέση των Βουλγάρων ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (ανώτατης εκκλησιαστικής αρχής, ανεξάρτητης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως).

Μετά το 1897 η Βουλγαρική εκστρατεία πέρασε σε νέα φάση, καθώς άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στη Μακεδονία βουλγαρικά ένοπλα σώματα (κομιτατζήδες), τα οποία πίεζαν τους χριστιανούς να προσχωρήσουν στην Εξαρχία και να στέλνουν τα παιδιά τους σε βουλγαρικά σχολεία. Η τρομοκρατία αυτή έφερε αποτελέσματα, καθώς μεγάλο μέρος των σλαβόφωνων είχε αρχίσει να ακολουθεί τους Βούλγαρους. Το καλοκαίρι του 1903 μάλιστα, πραγματοποιήθηκε μία εξέγερση, γνωστή ως Εξέγερση του Ίλιντεν. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα από τους Τούρκους και πολλές ελληνικές πόλεις και κωμοπόλεις της βόρειας Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων και το Κρούσοβο, καταστράφηκαν.

Η εξέγερση αυτή, όμως, οδήγησε τον Ελληνισμό σε γενική κινητοποίηση. Εκπρόσωποι των Μακεδόνων (ιδιαίτερα της βορειοδυτικής Μακεδονίας) μετέβησαν στην Αθήνα και πίεσαν τις Ελληνικές κυβερνήσεις για υποστήριξη γιατί δεν μπορούσαν πλέον να ανακόψουν τις Βουλγαρικές ενέργειες με ίδια μέσα. Από το 1904 ως το 1908 οι ένοπλες ομάδες των Μακεδόνων που είχαν συγκροτηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα (και πολλοί απ’ αυτούς συμμετείχαν στη Μακεδονική Επανάσταση του 1896), πλαισιώθηκαν από έμπειρους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, καθώς και εθελοντικά σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα, την Κρήτη και άλλες περιοχές (Ανατολική Ρωμυλία κ.α.). Έτσι, με τη συστηματική δράση των ντόπιων οπλαρχηγών και μαχητών (πολλοί ήταν σλαβόφωνοι, τους οποίους οι Βούλγαροι αποκαλούσαν «γραικομάνους»), καθώς και με τις επιτελικές ενέργειες των εθελοντών αξιωματικών, δημιουργήθηκε ένα πυκνό πλέγμα ένοπλης δράσης, αλλά και ένα δίκτυο πληροφοριών στη Μακεδονία, που οδήγησαν στον Μακεδονικό Αγώνα καταφέρνοντας να αναχαιτίσουν τη δραστηριότητα των Βουλγάρων.

Βαλκανικοί Πόλεμοι

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913 οδήγησαν στον τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή και την απελευθέρωση μεγάλου τμήματός της. Από τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας το 51% προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, το 38% στη Σερβία και το 10% στη Βουλγαρία. Η νότια Μακεδονία, που περιήλθε στην Ελλάδα, ταυτιζόταν περίπου με τα όρια της Μακεδονίας των κλασικών χρόνων και περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της ζώνης για την οποία αντιδικούσαν Έλληνες και Βούλγαροι.

Σύγχρονη κατάσταση
Γεωγραφική Μακεδονία

Κύρια τμήματα:

Αιγαιακή ΜακεδονίαΣ-[1] (Ελληνική)
Μακεδονία ΠίρινΣ-[2] (Βουλγαρική)
Μακεδονία του Βαρδάρη (πρώην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία)
Μικρότερες περιοχές:

Μάλα Πρέσπα και Γκόλο Μπάρντο (Αλβανία)
Γκόρα και Προχόρ Πετσίνσκι (Σερβία)

 

Η Μακεδονία είναι μόνο Ελληνική ! Απλά οι Έλληνες πολιτικοί μας ως άβουλοι έπεσαν στην παγίδα γειτονικών λαών, που θέλησαν να επικαρπωθούν την Ελληνική ιστορία της Μακεδονίας σε σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο, με αποτέλεσμα να διαβάζουμε τους παρακάτω παράδοξους προσδιορισμούς:

Η περιοχή της Μακεδονίας, υπερβαίνει την αρχαία Μακεδονία και εκτείνεται ως επί το πλείστον στην επικράτεια τριών γειτονικών κρατών. Στην Ελλάδα ανήκει έκταση ίση με το 52,4% της περιοχής, στην οποία κατοικεί το 52,9% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής και η οποία διοικητικά χωρίζεται στις τρεις Περιφέρειες της Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης). Στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανήκει το 38%, και στη Βουλγαρία περιπου το 10%, στην περιοχή του Μπλαγκόεβγκραντ. Το ελληνικό κομμάτι ή διαμέρισμα της Μακεδονίας αναφέρεται κάποτε (αποκλειστικά από τους μη Έλληνες) σαν «Ελληνική Μακεδονία» ή «Μακεδονία του Αιγαίου», η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίαςως «Μακεδονία του Βαρδάρη» ή «Νότιoς Σερβία», και το βουλγαρικό κομμάτι ως «Μακεδονία του Πίριν» και ως περιοχή τoυ Μπλαγκόεβγκραντ.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: