Οι 6 απαγωγές πασίγνωστων επιχειρηματιών που συγκλόνισαν την Ελλάδα! (ΦΩΤΟ)

Κοινοποίηση:
lempidakis

Μπορεί τα τελευταία χρόνια οι απαγωγές πασίγνωστων επιχειρηματιών να αποτελούν σύνηθες φαινόμενο στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα, όμως, η απαρχή του φαινομένου χρονολογείται δεκαετίες πριν.

Υποθέσεις απαγωγών που απασχόλησαν πολύ τόσο την Αστυνομία όσο και τα Μέσα ενημέρωσης, μνημονεύονται συχνά κάθε φορά που ένα νέο όνομα επιχειρηματία πέφτει στο τραπέζι της… διαπραγμάτευσης των λύτρων.

Με αφορμή την υπόθεση Μιχάλη Λεμπιδάκη, του 54χρονου επιχειρηματία από την Κρήτη, ο οποίος έχει απαχθεί από τις 30 Μαρτίου και μέχρι σήμερα αγνοούνται τα ίχνη του, ας θυμηθούμε τις 5 + 1 περιπτώσεις απαγωγών που συγκλόνισαν μεν τον επιχειρηματικό κόσμο της Ελλάδας, είχαν δε ευτυχές φινάλε για την οικογένεια των θυμάτων.

Περικλής Παναγόπουλος (2009)

Η απαγωγή που κανένας Έλληνας δε μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει. Τόσο λόγω του τρόπου με τον οποίο οι εγκληματίες άρπαξαν τον εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλο στη μέση του δρόμου στην περιοχή της Βούλας, όσο και για το μεγαλείο ψυχής του θύματος που… δε δίστασε να τους συγχωρήσει.

Το πολυτελές αυτοκίνητο του Παναγόπουλου ακινητοποιείται όταν ένα βανάκι στο οποίο επέβαιναν τρεις ένοπλοι, μαυροντυμένοι και μεγάλης σωματικής διάπλασης άνδρες, του κλείνει το δρόμο. Οι κακοποιοί τον απομάκρυναν από το αυτοκίνητό του, τον έβαλαν με τη βία στο βαν και μόλις έφτασαν στον σκουπιδότοπο του Υμηττού, τον κλείδωσαν στο πορτμπαγκάζ ενός άλλου οχήματος, στο οποίο οι ίδιοι επιβιβάστηκαν.

Αργότερα, έφτασαν σε ένα μέρος στο οποίο τον αλυσόδεσαν και τον κράτησαν όμηρο 192 ώρες. Στις οκτώ ημέρες τον απελευθέρωσαν, έχοντας λάβει λύτρα ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ. Αρχικά, οι απαγωγείς απαίτησαν για να ελευθερώσουν τον επιχειρηματία πολλά περισσότερα, όμως η σύζυγος του Περικλή Παναγόπουλου κατάφερε να διαπραγματευτεί το ποσό και να σώσει τελικά τη ζωή του. Οι δράστες, όμως, συνελήφθησαν. Ηθικοί αυτουργοί της απαγωγής του θεωρήθηκαν οι βαρυποινίτες Γιάννης Σκαφτούρος και Παναγιώτης Βλαστός.

Παρά το γεγονός πως ο ίδιος δήλωσε στις αρχές πως τις πρώτες ώρες φοβήθηκε πολύ για τη ζωή του, καταθέτοντας τον Φεβρουάριο του 2015 ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, υποστήριξε πως οι απαγωγείς του τού φέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, παρά το γεγονός πως τον ανάγκασαν να φορά «κόκκινες χνουδωτές παντόφλες».

«Μου φέρθηκαν άψογα. Οι απαγωγείς ήταν ευγενικοί μαζί μου. Με πρόσεξαν και προσπάθησαν να βρουν τα εξειδικευμένα φάρμακα που έπρεπε να παίρνω, παρά τον κίνδυνο να εντοπιστούν. Μου έδιναν ανελλιπώς τα φάρμακά μου χωρίς τα οποία θα είχε κινδυνέψει η ζωή μου. Η σύζυγός μου έδωσε έναν τιτάνιο αγώνα για να μαζευτούν τα λύτρα αμέσως», σχολίασε προκαλώντας την έκπληξη όλων.

«Εύχομαι τα λύτρα να τους κάνουν καλύτερους ανθρώπους», είπε για τους ενόχους κατά τη διάρκεια του δικαστηρίου, αφήνοντας άφωνο το ακροατήριο.

Αλέκος Χαΐτογλου (1995)

160 εκατομμύρια δραχμές κέρδη στο ΛΟΤΤΟ, οδήγησαν στην έμπνευση της απαγωγής του βιομήχανου Αλέκου Χαΐτογλου, τον Δεκέμβριο του 1995. Ο ίδιος εργαζόταν στο οικογενειακό εργοστάσιο παρασκευής χαλβά στη Θεσσαλονίκη, προς το οποίο και κατευθυνόταν όταν έπεσε θύμα απαγωγής.

Τα χρήματα της οικογενείας δε στέρευαν, καθώς ο αδερφός του, Κώστας Χαΐτογλου, επιχειρηματίας και πρόεδρος της ομάδας μπάσκετ του Ηρακλή, κέρδισε ένα υπέρογκο ποσό στο ΛΟΤΤΟ. Ποσό στο οποίο οι απαγωγείς είχαν υπολογίσει, αφού ζήτησαν λύτρα 260 εκατομμύρια δραχμές. Τελικά, οι δράστες έλαβαν σχεδόν τα μισά και ύστερα από 80 ώρες κράτησης άφησαν ελεύθερο τον επιχειρηματία.

Τον εγκατέλειψαν στο ΚΤΕΛ υπεραστικών λεωφορείων της Καρδίτσας, με την οικογένειά του να στρέφεται και νομικά εναντίον της Πολιτείας, θεωρώντας πως η «ανεπάρκεια» της ΕΛ.ΑΣ οδήγησε στο να γίνει η απαγωγή του Χαΐτογλου… παιχνιδάκι για τους εγκληματίες.

Νίκος και Βασίλης Παλαιοκώστας καθώς και ο Παύλος Κερεμίδης κατηγορήθηκαν ως δράστες.

Ο Αλέκος Χαΐτογλου πέθανε τον Ιούνιο του 2016 σε ηλικία 62 ετών.

Ταμάρ Οσκανιάν (1991)

Εδώ δε μιλάμε για απαγωγή πάμπλουτου επιχειρηματία, μα για κάτι ακόμα πιο σκληρό: Tην απαγωγή της κόρης του.

Γυρίζουμε πολλά χρόνια πίσω, στον Ιούλιο 1991, όταν η 12χρονη κόρη του Βέλγου εμπόρου πολυτίμων λίθων Οσκανιάν, Ταμάρ, απήχθη μέσα από το εξοχικό σπίτι της οικογενείας στο Πόρτο Ράφτη.

Δύο άγνωστοι εισέβαλλαν τα ξημερώματα της 12ης Ιουλίου στο εσωτερικό του και την άρπαξαν, έχοντας πρώτα αναισθητοποιήσει την 55χρονη οικιακή βοηθό, Βαρβάρα Καρούσου, με χλωροφόρμιο. Έφυγαν αμέσως, έχοντας μαζί τους την Ταμάρ. Όταν, όμως, επικοινώνησαν με τον πατέρα της μικρής, ζητώντας του 2.000.000 δολάρια, διαπίστωσαν πως η απαγωγή της 12χρονης θα τους εξασφάλιζε τεράστια προβλήματα με τον νόμο. Ο λόγος; Ο πατέρας της τους ενημέρωση πως… σκότωσαν την οικιακή βοηθό, με την ίδια να έχει εκπνεύσει λίγο αφότου εκείνοι αποχώρισαν. Αιτία θανάτου: Δηλητηρίαση από χλωροφόρμιο.

Η απρόσμενη αυτή εξέλιξη χάλασε τα σχέδια των κακοποιών. Οι απαγωγείς, δεν πήραν –ούτε ζήτησαν ξανά βέβαια- χρήματα για να την ελευθερώσουν. Ο εγκέφαλος της συμμορίας των τεσσάρων –όπως αποδείχθηκε τελικά-, παίρνει τη μικρή, τη μεταφέρει στην οδό Σχιστού του  Σκαραµαγκά και την αφήνει ελεύθερη. Τελικά, το κορίτσι μεταφέρθηκε σώο και αβλαβές στο σπίτι του, όταν ένας οδηγός ταξί το εντόπισε και αναγνώρισε το πρόσωπό του.

Προς στιγμήν, οι δράστες πίστεψαν πως γλίτωσαν τη σύλληψη, όμως το «ταλέντο» τους στις απαγωγές τους οδήγησε τελικά στη φυλακή. Οι ίδιοι συνελήφθησαν μετά την απαγωγή του 11χρονου Κώστα ∆αλάκα, ο οποίος αφού αφέθηκε ελεύθερος έδωσε τις απαραίτητες πληροφορίες στην αστυνομία «προδίδοντας» τα ίχνη τους. Ήταν τέσσερις: Ο Γιάννης Χειλάς, η σύντροφός του, Φανή Ιωάννου – Χατζηρουσέα, ο Χρήστος Χειλάς και Γιάννης ∆ιαγγελάκης.

Γιώργος Μυλωνάς (2008)

Οι αδερφοί Παλαιοκώστα έκαναν ξανά το θαύμα τους στην υπόθεση απαγωγής Μυλωνά.

Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, Γιώργος Μυλωνάς και η σύζυγός του, Νέλλη, βίωσαν τον απόλυτο τρόμο στις 9 Ιουνίου του 2008 όταν κατά την επιστροφή τους στο σπίτι τους ύστερα από το γεύμα τους σε κάποιο εστιατόριο της Θεσσαλονίκης, κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τρεις πάνοπλους κουκουλοφόρους, την ώρα μάλιστα που δε συνοδεύονταν από κάποιον άνδρα της προσωπικής τους ασφάλειας, αφού ο Μυλωνάς μία ώρα νωρίτερα είχε αποδεσμεύσει τον σωματοφύλακά του.

Οι δράστες είχαν κρυφτεί στο πάρκινγκ της μονοκατοικίας του ζευγαριού στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Μόλις τους είδαν να πλησιάζουν, μπήκαν μπροστά τους και τους ακινητοποίησαν υπό την απειλή των όπλων. Τους έβγαλαν από το αμάξι μάρκας Mercedes που ο βιομήχανος οδηγούσε και αφού έσπρωξαν τον επιχειρηματία στο πίσω κάθισμα, επιβιβάστηκαν κι αυτοί και εξαφανίστηκαν μαζί του.

«Εσύ μπορεί να είσαι ο Μυλωνάς του αλουμινίου εμείς όμως είμαστε οι Βαρδινογιάννηδες των απαγωγών», του είπε ένας εκ των κακοποιών. Ήταν ο Βασίλης Παλαιοκώστας.

Η σύζυγός του έμεινε πίσω, ενώ «θαύμα» αποτέλεσε το γεγονός πως το βράδυ εκείνο δεν τους συνόδευαν τα παιδιά τους. 13 ολόκληρες ημέρες κρατήθηκε ο Μυλωνάς στο κρησφύγετο του Παλαιοκώστα στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Αφέθηκε ελεύθερος, όταν τελικά η οικογένειά του πλήρωσε 13 εκατομμύρια ευρώ στους απαγωγείς. Μέρα και εκατομμύριο…

«Αν συμβεί κάτι κακό θα σε σκοτώσουμε», του είχε πει ο Παλαιοκώστας. Όλοι οι εμπλεκόμενοι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν.

Χρήστος Βενέτης (1996)

Πρόκειται για μία από τις πιο περίεργες απαγωγές που έλαβαν ποτέ χώρα στην Ελλάδα. Ο επιχειρηματίας της γνωστής αλυσίδας καταστημάτων άρτου είχε απαχθεί στις 10 Ιουλίου του 1996.

Δύο άγνωστοι σε εκείνον άνδρες, τον ακινητοποίησαν, τον χτύπησαν πολύ και τον κλείδωσαν στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Αφού μετέφεραν το όχημα σε ερημική τοποθεσία της περιοχής του Διονύσου, το εγκατέλειψαν με τον επιχειρηματία μέσα σ’ αυτό.

Για καλή του τύχη, τις φωνές του άκουσαν οι δασοφύλακες της περιοχής, οι οποίοι κάλεσαν αμέσως την αστυνομία και την πυροσβεστική προκειμένου να τον απεγκλωβίσει. Μέχρι σήμερα, τα αίτια της αρπαγής του δεν έχουν γίνει γνωστά.

Γιάννης Ζώνας (2001)

Δύο μήνες πέρασε στα χέρια των απαγωγέων του ο γνωστός επιχειρηματίας Γιάννης Ζώνας. Η επιχείρηση έφερε την υπογραφή της «Greek Mafia», με την απαγωγή να λαμβάνει χώρα στις 2 Οκτωβρίου του 2001.

Ο 34χρονος τότε Ζώνας ξεκίνησε από την έδρα της οικογενειακής του επιχείρησης στον Πειραιά με προορισμό το σπίτι του στην Εκάλη όταν σε μια πάροδο της λεωφόρου Πέτρου Ράλλη, ένα αυτοκίνητο έπεσε χωρίς προφανή αιτία επάνω στο δικό του.

Τη στιγμή που εκείνος κατέβηκε από το αυτοκίνητό του για να δει τι έχει συμβεί, οι δύο επιβαίνοντες στο όχημα που τον χτύπησε, φορώντας γυαλιά ηλίου και καπέλα, τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο δικό τους αυτοκίνητο. Αμέσως του πέρασαν χειροπέδες και του φόρεσαν μια κουκούλα στο κεφάλι για να μη βλέπει προς τα πού οδεύουν.

Οι δράστες επικοινωνώντας με τον πατέρα του θύματος, ζήτησαν ως λύτρα ένα δισεκατομμύριο δραχμές, ποσό που τελικά «έπεσε» στο μισό. Ύστερα από τρεις συναντήσεις – μαϊμού του πατέρα με τους απαγωγείς (καθώς εκείνοι δεν εμφανίστηκαν ποτέ, παρά μόνο έκαναν «πρόβα») προκειμένου να δοθούν τα λύτρα, μια τσάντα με τα χρήματα πετάχτηκε κάτω από τη γέφυρα της Ιεράς Οδού. Ο Ζώνας είχε κάνειι αυτό ακριβώς που τον διέταξαν. Οι κακοποιοί είχαν πετύχει τον σκοπό τους.

14 χρόνια αργότερα, ο Παναγιώτης Βλαστός ομολόγησε πως συμμετείχε στην απαγωγή Ζώνα, υποδεικνύοντας ως «εγκεφάλους» τους Άλμπερτ Νουρούσνια και Χριστόφορο Λασιθιωτάκη.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: