Η επιστήμονας που έδωσε τα πάντα για να μάθει τους γορίλες – Οι φήμες για Μαύρη Μαγεία και ο μυστηριώδης θάνατός της (ΦΩΤΟ)

Κοινοποίηση:
ddnnaiianfy9

Από κει που είναι σήμερα, η Ντάιαν Φόσι πιθανότατα θα συμφωνούσε ότι ήταν ταυτοχρόνως ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο συνέβη ποτέ στους ορεινούς γορίλες της Κεντρικής Αφρικής.

Εντελώς αυτοδίδακτη, η Καλιφορνέζα ταξίδεψε στη Μαύρη Ήπειρο στη δεκαετία του 1960 και μαγεύτηκε όπως κανείς άλλος από την ιδιαίτερη ζωή των μεγαλόσωμων πιθηκοειδών, γινόμενη στην πορεία η σημαντικότερη υπερασπιστής τους.

Η ταγμένη έρευνά της συγκέντρωσε ωστόσο πρωτοφανή διεθνή προσοχή στους γορίλες, κάτι που μαγνήτισε τους τουρίστες και έφερε κοπάδια από δαύτους στις παρθένες ορεινές περιοχές της Κεντρικής Αφρικής, αφήνοντας το ανθρώπινο στίγμα τους στις ζωές των γοριλών: διατάραξη του φυσικού τους περιβάλλοντος, παρεμβολή στις μεταναστευτικές τους συνήθειες αλλά και εισαγωγή ανθρώπινων νόσων στο ήδη απειλούμενο με εξαφάνιση είδος.

Όποια κι αν ήταν η τραγική κατάληξη της ζωής της, η Φόσι αφιερώθηκε ολόψυχα και ανιδιοτελώς στους γορίλες αλλά και τη διατήρηση της άγριας αφρικανικής ζωής, ένας σκοπός που θα της στερούσε τελικά τη ζωή, καθώς δολοφονήθηκε όταν ζήτησε τη βοήθεια της κυβέρνησης της Ρουάντας για να περιοριστεί το πρόβλημα του παράνομου κυνηγιού τους που αποδεκάτιζε τον πληθυσμό των γοριλών.

Η ίδια ήταν ανεξάρτητη και ηρωική στη μάχη της, αν και έμελλε να κάνει πολύ περισσότερους εχθρούς παρά φίλους στην αφρικανική της οδύσσεια των δύο δεκαετιών. Οι λαθροθήρες την έτρεμαν, γιατί είχε τον τρόπο της να παρεμποδίζει το κατακριτέο έργο τους, και οι άλλοι ερευνητές προσπαθούσαν να τη μειώσουν, γιατί είχε επίσης ικανότητα να αποσπά κονδύλια για τη μελέτη της (όπως από τη National Geographic Society), διατηρώντας πάντα τον πλήρη έλεγχο του ερευνητικού κέντρου που είχε ιδρύσει στη Ρουάντα.

Ακόμα και οι αμερικανοί διπλωμάτες στην Αφρική τη θεώρησαν τελικά πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο μπελά απ’ όσο άξιζαν δηλαδή οι γορίλες της, την ίδια στιγμή που και για την κυβέρνηση της Ρουάντας αποδείχθηκε «πονοκέφαλος», έτσι ασταμάτητα καθώς πίεζε τους αξιωματούχους να πάρουν επειγόντως μέτρα για την περιστολή της λαθροθηρίας.

Όλα αυτά ήταν που προδίκασαν το ζοφερό της τέλος, καθώς ήταν πια μόνη και χωρίς συμμάχους. Κι έτσι, όταν βρέθηκε τελικά κατακρεουργημένη το 1985, σε μια δίκη-παρωδία καταδικάστηκαν δυο λαθροθήρες, αν και η διεθνής κατακραυγή ήξερε ότι οι δυο άντρες λειτουργούσαν ως εξιλαστήρια θύματα της κυβέρνησης και οι δράστες ήταν σαφώς άλλοι. Η υπόθεση της δολοφονίας παραμένει ανοιχτή, αν και πηγές που γνώριζαν έκαναν λόγο για υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους που έδωσαν την εντολή για τον αφανισμό της, καθώς παραείχε γίνει μπελάς.

Απαθανατισμένη στον κινηματογράφο από τη Σιγκούρνεϊ Γουίβερ στους «Γορίλες στην Ομίχλη», πρόλαβε να τα γράψει όλα στην ομώνυμη αυτοβιογραφία της του 1983, τις απίστευτες προσπάθειές της δηλαδή να σωθεί το απειλούμενο υπό εξαφάνιση είδος που θα κατέληγαν στον δικό της χαμό…

Πρώτα χρόνια

Η Ντάιαν Φόσι γεννιέται στις 16 Ιανουαρίου 1932 στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια αναπτύσσοντας την απαράμιλλη αγάπη της για τα ζώα ήδη από τρυφερή ηλικία. Ο πατέρας της ήταν ασφαλιστής και η μητέρα της πρώην μοντέλο, το ζευγάρι χώρισε όμως όταν η μικρή ήταν 6 ετών και τη θέση του πατέρα πήρε σύντομα ο αυστηρός πατριός, που ποτέ δεν αγάπησε την Ντάιαν. Ούτε στο οικογενειακό τραπέζι δεν την άφηνε να κάθεται!

Παρά τα πολλά οικογενειακά προβλήματα και τις στερήσεις ως παιδί, η πιτσιρίκα βρίσκει καταφύγιο στην αγάπη των ζώων: ιππεύει άλογα και ονειρεύεται να γίνει μια μέρα κτηνίατρος. Κάτι που κάνει πράγματι ολοκληρώνοντας το σχολείο, όταν γράφεται στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια.

Τα βρίσκει όμως σκούρα στη φυσική και τη χημεία, παρά το γεγονός ότι ήταν γενικά καλή φοιτήτρια, γι’ αυτό και εγκαταλείπει τελικά την κτηνιατρική για χάρη της εργοθεραπείας. Το πτυχίο της στη νέα ειδικότητα θα το πάρει τελικά από το Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο.

Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της το 1953, έκανε την πρακτική της σε νοσοκομείο της Καλιφόρνια και αργότερα θα μετακομίσει στο Κεντάκι, για να αναλάβει διευθυντικά καθήκοντα σε κέντρο αποκατάστασης παιδιών (1955). Ζούσε σε μια φάρμα και περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της με τα οικόσιτα ζώα, αν και η περιπετειώδης φύση της θα έστρεφε τελικά τη ματιά της στη μακρινή και εξωτική Αφρική, εκεί που τα ζώα ζούνε δηλαδή ελεύθερα…

Ταξίδι στην Αφρική

Αφού αμφιταλαντεύθηκε για κάποια χρόνια, καθώς το ταξίδι στη Μαύρη Ήπειρο ήταν δύσκολο και ακριβό, πήρε τελικά τη μεγάλη απόφαση τον Σεπτέμβριο του 1963. Για το δύσκολο ταξίδι ξόδεψε όλες τις οικονομίες της και πήρε μάλιστα και τραπεζικό δάνειο 8.000 δολαρίων, σεβαστό για την εποχή ποσό.

Κατέφτασε έτσι στην Κένυα και περιδιάβηκε την Κεντρική Αφρική, περνώντας από τη Ζιμπάμπουε, την Τανζανία, το Κονγκό και πολλά ακόμα κρατίδια, μένοντας μαγεμένη με το αφιλόξενο τοπίο και τις ασύλληπτες προκλήσεις. Όντας λευκή τουρίστρια στη Μαύρη Ήπειρο, ήταν απλώς θέμα χρόνου να γνωριστεί με τη Mary Leakey και τον σύζυγό της Louis Leakey, τους τρομερούς αρχαιολόγους δηλαδή και ένα από τα πιο διάσημα επιστημονικά ζευγάρια της Ιστορίας!

Ταυτοχρόνως, γνωρίζεται και με τους φωτογράφους άγριας ζωής Joan και Alan Root, οι οποίοι ήταν στην Κεντρική Αφρική για τις ανάγκες ντοκιμαντέρ πάνω στον αφρικανικό γορίλα. Αυτό το ζευγάρι ήταν που θα την έπαιρνε μαζί του σε μια αποστολή στο φυσικό habitat των αφρικανικών γοριλών, με τη μαγεία που ένιωσε η Φόσι για τον γορίλα να είναι κεραυνοβόλα και διαχρονική. Όπως ισχυριζόταν και η ίδια στην αυτοβιογραφία της, μιλάμε για πραγματικό έρωτα!

Το ξεκίνημα της καριέρας της

Η Φόσι αναγκάστηκε να επιστρέψει τελικά στο Κεντάκι των ΗΠΑ, παρά τη μεγάλη απροθυμία της, και τότε ήταν που θα ερχόταν στη ζωή της ο φύλακας-άγγελός της: ο καθηγητής Louis Leakey, ο οποίος της πρότεινε μια μακροχρόνια έρευνα για τους γορίλες της Ρουάντας, στα πρότυπα δύο ακόμα αμερικανίδων ζωολόγων που ήταν ήδη εκεί: η Jane Goodall μελετούσε τους χιμπαντζήδες στην Τανζανία και η Birute Galdikas παρατηρούσε τους ουρακοτάγκους της Κεντρικής Αφρικής.

Ο Leakey ήταν που ξαπέστειλε τις τρεις γυναίκες στην Αφρική για τη μελέτη των πιθηκοειδών στο φυσικό τους περιβάλλον και η ομάδα του ονομάστηκε βολικά «Οι Άγγελοι του Leakey»! Πριν φύγει βέβαια από τις ΗΠΑ, έμαθε σουαχίλι και έκανε μια σειρά σεμιναρίων πάνω στη ζωολογία. Αφού περίμενε και άλλους 8 μήνες για να εγκριθεί η βίζα της αλλά και το ερευνητικό κονδύλι, αποβιβάστηκε τελικά στο Ναϊρόμπι τον Δεκέμβριο του 1966…

Εκεί νοίκιασε ένα όχημα, την περίφημη «Lily», και πρώτη δουλειά ήταν να επισκεφτεί την Jane Goodall στο ερευνητικό της κέντρο Gombe Stream Research Center για να δει από κοντά πώς αλληλεπιδρούσε η ζωολόγος με τα πιθηκοειδή. Με τη βοήθεια του φωτογράφου Alan Root πήρε τελικά έγκριση για να δουλέψει στα Βουνά Virunga και να παρακολουθεί τους γορίλες. Από δω και πέρα βέβαια θα άρχιζαν οι ασύλληπτες περιπέτειές της, ένας κακοτράχαλος ανήφορος που έμελλε να κρατήσει 18 ολόκληρα χρόνια.

Ήταν στις αρχές του 1967 όταν η Φόσι ξεκίνησε επισήμως την αφρικανική της οδύσσεια με τους γορίλες του Κονγκό. Ζούσε σε αντίσκηνα και τρεφόταν αποκλειστικά με κονσέρβες, ενώ μια φορά τον μήνα κατέβαινε από τα απάτητα μονοπάτια για να βρει το τζιπ της, ώστε να πάει για ανεφοδιασμό προμηθειών στο κοντινότερο χωριό (Kikumba). Με το ξέσπασμα όμως του εμφυλίου του Κονγκό, αναγκάστηκε να περάσει στη γειτονική Ρουάντα και να συνεχίσει από κει το έργο της…

Η δουλειά της στην Αφρική

Αμέσως σχεδόν, αρχής γενομένης από το 1967, έγινε η αιχμή του δόρατος για την ίδρυση του καταφυγίου άγριας ζωής και ερευνητικού κέντρου Karisoke Research Center, μια απομονωμένη κατασκήνωση δηλαδή σκαρφαλωμένη στα τροπικά και απροσπέλαστα δάση της επαρχίας Ruhengeri.

Θα της έπαιρνε πολύ καιρό και μεγάλο κόπο να γνωριστεί με τους γορίλες της περιοχής, καθώς ποτέ δεν είχαν μελετηθεί από ανθρώπους και συνήθιζαν να μας θεωρούν εισβολείς αλλά και πηγή θανάτου, καθώς η μόνη επαφή τους με τον ανθρώπινο παράγοντα ήταν μέσω των λαθροθήρων που τους κυνηγούσαν για την εκμετάλλευση του σώματός τους (μέχρι και σταχτοδοχεία έφτιαχναν από τα οστά τους).

Οι γορίλες δεν εμπιστεύονταν την ερευνητική ομάδα, την ίδια στιγμή που οι φοιτητές που κατέφταναν εκεί εγκατέλειπαν την κατασκήνωση άρον-άρον, καθώς δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στο κρύο και το κατασκόταδο της περιοχής. Οι συνθήκες ήταν ιδιαιτέρως δύσκολες και η ομάδα της άλλαζε τόσο συχνά που ούτε τα ονόματα των συνεργατών της δεν προλάβαινε να μάθει.

Η ίδια αντιτάχθηκε με όλες της τις δυνάμεις στη λαθροθηρία και καλούσε την κυβέρνηση της Ρουάντας να πάρει αποτρεπτικά μέτρα, καθώς παρά το γεγονός ότι το κυνήγι του γορίλα ήταν παράνομο, ο νόμος μεταφραζόταν συνήθως χαλαρά. Ταυτοχρόνως, εργάστηκε ενεργά για την αποτροπή των λαθροθηρών, μπαίνοντας συχνά στον φονικό τους δρόμο, την ίδια στιγμή που προσπάθησε να αποτρέψει την «εξαγωγή» των ζώων σε ζωολογικούς κήπους της Δύσης.

Τραυματισμένα ζώα που έβρισκε παντού μεταφέρονταν στο καταφύγιό της για τις πρώτες φροντίδες, κι έτσι οι γορίλες άρχισαν σιγά-σιγά να την εμπιστεύονται! Τότε ήταν που άνοιξε ένα ακόμα μέτωπο, τη σφοδρή άρνησή της στην εισβολή των λευκών τουριστών στα απάτητα βουνά της Κεντρικής Αφρικής, που έσπευδαν πια κατά ορδές να θαυμάσουν το μεγαλοπρεπές πιθηκοειδές. Δεν ήταν μόνο ότι οι επισκέπτες ενοχλούσαν τις καθημερινές συνήθειες των ζώων με τη γνώριμη ανθρώπινη περιέργεια, ήταν και οι αρρώστιες που κουβαλούσαν πάνω τους και ήταν άγνωστες στον πληθυσμό των ζώων της περιοχής.

Πέρα από τη δουλειά στο πεδίο, κατέγραφε εξαντλητικά την καινοτόμα έρευνά της, κάτι που θα οδηγούσε τελικά σε διδακτορική διατριβή, αποσπώντας το διδακτορικό της δίπλωμα το 1976 από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ! Αργότερα έλαβε και θέση επισκέπτη καθηγητή στο επίσης φημισμένο Cornell, ενώ η αυτοβιογραφία της «Γορίλες στην Ομίχλη» (Gorillas in the Mist) του 1983 έγινε αμέσως μπεστ-σέλερ.

Ήταν πια αυθεντία στον τομέα της και μια από τους κορυφαίους ζωολόγους της υφηλίου, γνωρίζοντας στα 18 αυτά χρόνια που πέρασε κοντά τους όλες τις συμπεριφορικές συνήθειες των πιθηκοειδών. Στην ίδια χρωστάμε εξάλλου την αλλαγή των στερεοτύπων για τα μεγάλους πιθήκους, που από επικίνδυνα άγρια θηρία μετατράπηκαν σε κοινωνικά ζώα με ατομικές προσωπικότητες και ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Η ίδια χαρακτήριζε τους γορίλες «αξιοπρεπή ζώα» και βάλθηκε να αλλάξει τις τρέχουσες αναπαραστάσεις τους ως άλογα θηρία που επιβουλεύονται τον άνθρωπο.

Είχε όμως απέναντί της όλους: τους φύλακες του πάρκου άγριας ζωής, τους λαθροκυνηγούς και κυρίως τα κυβερνητικά στελέχη της Ρουάντας, που ήθελαν να μετατρέψουν το φυσικό τους habitat σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Κι έτσι δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο για την ίδια να παρεμβαίνει δραστικά, όχι μόνο μέσω της γιγαντιαίας εκστρατείας της στα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά και στο ίδιο το πεδίο της μάχης, καταστρέφοντας τις παγίδες των λαθροθήρων και αποπροσανατολίζοντας τα σκυλιά τους.

Κι έτσι, όταν βρέθηκε κατακρεουργημένη στις 26 Δεκεμβρίου 1985 μέσα στο παράπηγμά της στο ερευνητικό κέντρο που είχε ιδρύσει, κανείς δεν είχε αμφιβολία για τους πραγματικούς υπαίτιους της δολοφονίας της. Παρά το γεγονός ότι κανείς δεν καταδικάστηκε τελικά, όλα τα χέρια όσων ήξεραν έδειχναν όχι μόνο τους λαθροκυνηγούς, αλλά και την ίδια την κυβέρνηση της χώρας.

Το 1988, η ιστορία της ζωής της έγινε ταινία, με τους «Γορίλες στην Ομίχλη» να βραβεύονται με 5 Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και χρυσό αγαλματίδιο για την ενσάρκωση της Ντάιαν Φόσι από τη Σιγκούρνεϊ Γουίβερ…

Σήμερα, το ίδρυμά της αναγνωρίζει τον υπεύθυνο τουρισμό και τον προωθεί μάλιστα ως άλλο ένα μέσο μάχης για την προστασία των πολυαγαπημένων της γοριλών, την ίδια στιγμή που έχει επεκτείνει τις δράσεις του για τη διατήρηση στη ζωή του γορίλα και σε πολλές ακόμα αφρικανικές χώρες…

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: