“Η εορτή Της Αναλήψεως Του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού” – Πόσοι πραγματικά γνωρίζουμε τί εορτάζουμε;

Κοινοποίηση:

Η Ανάσταση του Χριστού είναι η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας, την οποία βεβαίως και γιορτάζουμε πάντοτε με ιδιαίτερη λαμπρότητα και κατάνυξη. Ακριβώς 40 ημέρες μετά την Ανάσταση, γιορτάζουμε ένα άλλο θρησκευτικό γεγονός, που είναι εξίσου ή και ακόμα περισσότερο σημαντικό: Την ΑΝΑΛΗΨΗ Του ΧΡΙΣΤΟΥ στους ΟΥΡΑΝΟΥΣ!

Αυτή η ημέρα της Ανάληψης του Χριστού, δεν λαμβάνει συνήθως την απαιτούμενη σπουδαιότητα που αναμφισβήτητα της αναλογεί, όπως οι μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων, Θεοφανίων, Ευαγγελισμού, Αναστάσεως και Πεντηκοστής.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη γιορτή της Μεταμορφώσεως. Ο λόγος είναι ότι η ημέρα αυτή, όχι μόνο δεν είναι αργία, αλλά από την στιγμή που γιορτάζεται 40 ημέρες μετά από την ημέρα της Ανάστασης που είναι Κυριακή, η ημέρα της Ανάληψης είναι πάντοτε Πέμπτη. Μια γιορτή, που επειδή πέφτει πάντοτε σε καθημερινή εργάσιμη μέρα, δεν έχει την ανάλογη θέση στη συνείδηση του λαού.

H Πέμπτη της Αναλήψεως είναι ο κύκλος του Πάσχα που κλείνει και η ημέρα που ψάλλεται για τελευταία φορά το «Χριστός Ανέστη» στην Εκκλησία και ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή στο «Πιστεύω». Ο Ιησούς Χριστός αναλήφθηκε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού Πατέρα: «…και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός…».

Η εικόνα και ο συμβολισμός

Στην εικόνα της Αναλήψεως ο Κύριος με φωτεινά ενδύματα και κυριαρχική στάση, εικονίζεται μέσα σε «δόξα», που είναι άλλοτε στρογγυλή, όπως στην εικόνα μας και άλλοτε ελλειψοειδής. Κάθεται σε ουράνιο τόξο ευλογώντας με το ένα του το χέρι και κρατώντας όρθιο ειλητάριο με το άλλο. Το ειλητάριο είναι σύμβολο του διδασκάλου.

Τη «δόξα», μέσα στην οποία βρίσκεται ο Κύριος υποβαστάζουν δύο άγγελοι. Συμβολίζουν και εκφράζουν τη θεία μεγαλειότητα και εξουσία. «Ο Κύριος ως παντοδύναμος δεν είχε ανάγκη τους αγγέλους για να αναληφθεί στους ουρανούς”.

Σε μερικές εικόνες της Αναλήψεως οι άγγελοι δεν ανακρατούν το δίσκο της δόξας, αλλά ατενίζουν τον Κύριο σε στάση προσευχής. Όπως λένε τα τροπάρια της εορτής, απορούν και θαυμάζουν, γιατί ο Χριστός αναλήφθηκε όχι μόνον ως Θεός, αλλά και ως άνθρωπος, δηλαδή με το άφθαρτο και δοξασμένο σώμα του.

Οι Απόστολοι

Χωρισμένοι κάτω σε δύο ομίλους έχοντας την Παναγία στη μέση «θεωρούν τον αναλαμβανόμενο Κύριο με χειρονομίες και στάσεις που δηλώνουν έκπληξη, αμηχανία, θάμβος και ταραχή». Πίσω της βρίσκονται δύο λευκοφορεμένοι άγγελοι, που δείχνουν με υψωμένο το χέρι τον αναλαμβανόμενο Κύριο.

Ως αγγελιοφόροι του Θεού διαβεβαιώνουν και παρηγορούν τους παριστάμενους πως ο Κύριος θα επανέλθει κατά τη Δευτέρα παρουσία του. Στο κείμενο της Αγίας Γραφής (Λουκ. 24, 50-52. Πραξ. 1, 9-11) που αναφέρεται στην Ανάληψη, η Θεοτόκος δεν είναι ανάμεσα στα πρόσωπα που παραβρίσκονται στο γεγονός.

Για την παρουσία της μας πληροφορεί η ιερά παράδοση, όπως τη βλέπουμε άλλωστε στα τροπάρια του εσπερινού της εορτής και το συναξάριο της ημέρας∙ «τήν γάρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν (=που πόνεσε πιο πολύ), ἔδει καί τῇ δόξῃ τῆς σαρκός σου ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς (Δοξαστικό της λιτής).

Άξια προσοχής είναι η θέση και η στάση της Θεοτόκου στην εικόνα

Βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον υιό της και είναι άξονας της όλης σύνθεσης. «Η κάθετη γραμμή που ενώνει το κεφάλι του Σωτήρος με εκείνο της Θεοτόκου, μοιράζει το σύνολο ακριβώς σε δύο όμοια μέρη, διασταυρώνεται με την οριζόντια γραμμή και σχηματίζει ένα τέλειο σταυρό».

Οι απόστολοι με τις χειρονομίες τους και έχοντας τα κεφάλια τους στραμμένα προς τον Κύριο έρχονται σε αντίθεση με την ατάραχη και ήρεμη μορφή της Παναγίας. Η ηρεμία της, όπως ειπώθηκε, εκφράζει την αναλλοίωτη αλήθεια της Εκκλησίας.

Ο αγιογράφος της εικόνας μας θέλησε με τους αποστόλους που κυκλώνουν την Παναγία να παρουσιάσει την Εκκλησία, στην οποία ο Κύριος θα έστελνε την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα για να την ζωοποιήσει και κινητοποιήσει. Για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές και της επιδημίας του στον κόσμο μιλούν και τα τροπάρια της Αναλήψεως.«Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, ὁ τῶν Ἀγγέλων βασιλεύς, τόν Παράκλητον ἡμῖν ἐκ τοῦ Πατρός ἀποστεῖλαι» (α΄τροπάριον, ωδή δ΄).

Έτσι, τα δύο κοσμοσωτήρια και κοσμοϊστορικά γεγονότα, της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.

Δεξιά από τη Θεοτόκο, το πρώτο πρόσωπο που βλέπει στον ουρανό με το χέρι μπροστά στα μάτια του, είναι ο απόστολος Παύλος. Φυσιολογικά, δεν έχει θέση μεταξύ των αποστόλων, γιατί η μεταστροφή του έγινε μετά την Ανάληψη.

Στην εικόνα τοποθετείται συμβολικά. Θα γίνει κι αυτός μέλος της Εκκλησίας και μάλιστα εκλεκτό. Ο ορθόδοξος αγιογράφος αποσπά τον Παύλο από την εποχή του και τον συγκαταριθμεί μεταξύ των αποστόλων.

Τα υψωμένα σε δέηση χέρια της Παναγίας θυμίζουν τον ρόλο της κοντά στον Υιό της. Είναι αυτή που παρακαλεί και μεσιτεύει. Όπως ψάλλει η Εκκλησία μας, «ἄλλην γάρ οὐκ ἔχομεν, ἁμαρτωλοί πρός Θεόν, ἐν κινδύνοις καί θλίψεσιν, ἁεί μεσιτείαν». Παρακαλούμε τον Χριστό να μας σώσει και ελεήσει «ταῖς πρεσβίαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἁειπαρθένου Μαρίας». Στην εικόνα η Θεοτόκος εικονίζεται ορθοστημένη, αλύγιστη. Με την ακινησία της φαίνεται να εκφράζει τα αμετακίνητα δόγματα της Εκκλησίας.

Από το άλλο μέρος οι απόστολοι με τις διάφορες χειρονομίες τους συμβολίζουν τις διάφορες γλώσσες και τα ποικίλα μέσα, με τα οποία σπέρνεται ο λόγος του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων.

Η Ένδοξος Ανάληψις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Analipsi

Η εικόνα της Αναλήψεως του Χριστού είναι μεγαλοπρεπής. Οι Μαθηταί εξεπλάγησαν, και με απερίγραπτον χαράν και θαυμασμόν παρακολουθούσαν την Ανάληψιν του Χριστού εις τους ουρανούς.

Οι Μαθηταί δεν είδαν την αρχήν της Αναστάσεως, αφού κανείς δεν είδε το Χριστό την ώρα που εξήρχετο από το μνημείον. Μετά όμως από την Ανάστασίν Του, ο Κύριος εμφανίσθηκε πολλές φορές εις αυτούς. Την Ανάληψιν όμως  του Κυρίου οι Μαθηταί την είδον από τη αρχήν.

Καὶ ὁ λόγος φανερός: Γιὰ νὰ πιστοποιήσει στοὺς θλιμμένους αὐτοὺς καὶ πιστοὺς ἀλλὰ ἀκόμη ἀδύνατους καὶ ἀστήρικτους ἀκολούθους Του τὸ ὑπερθαύμαστο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασής Του. Ὅτι δηλαδὴ εἶχε πραγματικὰ ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν μὲ τὸ θεωμένο ἄχραντο Σῶμα Του.

Οι Μαθηταί ατενίζουν προς τον ουρανόν και βλέπουν αναλαμβανόμενον τον αγαπητόν τους Διδάσκαλον. Και ενώ αποχωρίζεται από αυτούς ο Κύριος, εις το κέντρον της Συνάξεως των Αποστόλων ευρίσκεται η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού. [Κύριε, το μυστήριον, το από των αιώνων κεκρυμμένον, και από γενεών, πληρώσας ως αγαθός, ήλθες μετά των Μαθητών σου εν τω όρει των Ελαιών, έχων την Τεκουσάν σε τον Ποιητήν και πάντων δημιουργόν∙ την γαρ εν τω Πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός σου υπερβαλούσης απολαύσαι χαράς∙ ης και ημείς μετασχόντες, τη εις ουρανούς ανόδω σου, Δέσποτα, το μέγα σου έλεος, το εις ημάς γεγονός δοξάζομεν].

Η Παναγία είναι το πιο αγαπητόν πρόσωπον εις τον Χριστόν και εις τους Χριστιανούς. Ποτέ δεν διεκδίκησε καμμίαν θέσιν μέσα εις  την Εκκλησίαν. Είναι όμως το κέντρον της θείας λατρείας και ο πιο πολύτιμος θυσαυρός που έχει η Εκκλησία μας.

Πάντα ο Κύριος προετοίμαζε τους Μαθητές Του ότι θα φύγει από τον κόσμον αυτόν. Και όταν επλησίαζε η ώρα της Σταυρικής Του θυσίας, έλεγε προς αυτούς ότι ήρθε η ώρα όπου θα «υπάγω προς τον πέμψαντά με». (Ιωαν. ιστ’, 5). Ο χωρισμός όμως αυτός είναι πρόσκαιρος και σας συμφέρει να απέλθω. «Συμφέρει υμίν ινά εγώ απέλθω, εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς∙ εάν δε προρευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς». ( Ιωαν. ιστ’, 7)

Ο Αναστάντας Κύριος έκαμε την τελευταίαν εμφάνισιν Του εις τους Μαθητάς, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. (Λουκ. κδ’, 36-53). Η αιφνίδια όμως εμφάνισης του Κυρίου τους κατετάραξε. Και καταληφθέντες από φόβον, ενόμιζον ότι έβλεπαν ψυχήν αποθαμένου, που ήλθεν από τον Άδην, χωρίς να έχη σώμα. Και ο Κύριος είπεν προς αυτούς: «Διατί είσθε ταραγμένοι; Και διατί διαλογισμοί αμφιβολίας, περί του αν πράγματι είμαι ο αναστάς Διδάσκαλός Σας, γεννώνται εις τα διανοίας σας; Ίδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου ότι φέρουν τα σημάδια των καρφιών και βεβαιωθήτε ότι είμαι ο Σταυρωθείς Διδάσκαλός Σας. Ψηλαφήσατε με διά των χειρών σας και βεβαιωθήτε ότι είναι ο Σταυρωθής Διδδάσκαλός Σας. Ψηλαφήσατε με διά των χειρών σας και βεβαιωθήτε, ότι δεν είμαι άσαρκον πνεύμα. Διότι η ψυχή και το φάντασμα του πεθαμένου δεν έχει σώμα και οστά, καθώς βλέπετε και πείθεσθε ότι εγώ έχω. Και αφού είπε τούτο, έδειξε εις αυτούς τα χείρας και τους πόδας». (Λουκ. κδ’, 36-40)

Και επειδή οι Μαθηταί ακόμη απιστούσαν από την  χαρά τους, νομίζοντες ότι έβλεπον όνειρον, και εθαύμαζον δια τα πρωτοφανή αυτά και ανέλπιστα, τους είπεν ο Κύριος. «Έχετε εδώ τίποτε φαγώσιμον διά να φάγω και δια να πεισθήτε έτσι ακόμη περισσότερων ότι δεν είμαι πνεύμα; Και οι Μαθηταί του έδωκαν ένα τεμάχιον από ψάρι ψημένον και ολίγην κηρήθραν μέλι. Και αφού τα επήρε, έφαγεν εμπρός εις τους Μαθητάς» (Λουκ. κδ’, 41-43), όχι διότι είχε ανάγκην συντηρήσεως το σώμα Του, αλλ’ έπραξε αυτό δια να βεβαιώση αυτούς ότι όντως ανέστη.

Και μετά από αυτό δίδει προς τους Αποστόλους τας τελευταίας αποχαιρετιστηρίους οδηγίας: «Σας έλεγα ότι, σύμφωνα προς το προκαθωρισμένον σχέδιον του Θεού, πρέπει να πληρωθούν και να πραγματοποιηθούν όλα, όσα έχουν γραφή περί εμού εις τον νόμον του Μωυσέως, και εις τους Προφήτας και τους Ψαλμούς». (Λουκ. κδ’, 44) «Τότε διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τα γραφάς». (Λουκ. κδ’, 45)

Και αφού ανέπτυξε εις αυτούς τας κυριωτέρας προφητείας, τους είπεν: «Έτσι έχει γραφή προφητικώς εις τα Γραφάς και έτσι έπρεπε, σύμφωνα με τα προφητείας αυτάς να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή την τρίτην ημέραν από του θανάτου Του. Σύμφωνα με όσα εδιδάχθητε και εμάθατε δια το όνομά μου, ως του μόνου Σωτήρος και λυτρωτού των ανθρώπων, να κηρυχθή μετάνοια και άφεσις αμαρτιών εις όλα τα Έθνη, να αρχίση δε το κήρυγμα τούτο από την Ιερουσαλήμ. Σεις δε είσθε μάρτυρες όλων αυτών, δηλαδή του κηρύγματός μου, του βίου μου, του Πάθους μου και της Αναστάσεως μου». (Λουκ. κδ’, 46-48)

Εις τους Αποστόλους παρουσίασε τον εαυτόν Του ζωντανόν, μετά την Σταυρική Του θυσία. Και δια πολλών αποδείξεων τους εβεβαίωσεν ότι πράγματι ήταν ζωντανός.

Παρουσιάζετο δε κατά διαλλείματα επί τεσσαράκοντα ημέρες κατά της οποίας ενεφανίζετο εις αυτούς και ωμίλει περί των αληθειών και μυστηρίων των αναφερομένων εις την βασιλείας του Θεού. Και ενώ έτρωγε μαζύ τους την αυτήν με εκείνους τροφήν, τους έδωκε την παραγγελίαν να μην απομακρύνωνται από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την πραγματοποίησιν της υποσχέσεως περί του Αγίου Πνεύματος. «Ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς… υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ εώς ου ενδύσησθε δύναμιν εξ’ ύψους». (Λουκ. κδ’, 49)

Και πάλιν: «λήψεσθε δύναμιν επελθόντες του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, και εσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης». (Πραξ. α’, 8)

Όταν δε ετελείωσε τας διδασκαλίας Του, τους έβγαλε έξω από τα Ιεροσόλυμα, έως που επλησίασαν προς την Βηθανίαν. Και αφού ύψωσε τα χείρας Του τους ηυλόγησε. ((Λουκά 24,50) Και συνέβη, ενώ αυτός τους ηυλογεί, εχωρίσθη και απεμακρύνθη από αυτούς και εφέρετο προς τα επάνω, προς τον ουρανόν. [Κύριε, της οικονομίας πληρώσας το μυστήριον, παραλαβών τους σους Μαθητάς, εις το όρος των Ελιών ανελάμβανες∙ και ιδού, το στερέωμά του ουρανού παρήλθες. Ο δι’ εμέ πτωχεύσας κατ’ εμέ, και αναβάς, όθεν ουκ εχωρίσθης, το πανάγιον σου Πνεύμα εξαπόστειλον, φωτίζον τας ψυχάς ημών] «Και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών, και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού…». (Πραξ. α’, 9-10)

Κατά τον Μέγαν Αθανάσιον, οι Μαθηταί δεν έβλεπον απλώς τον ανερχόμενον εις τον ουρανόν Κύριον αλλά ήσαν διαρκώς ατενίζοντες. Εστήριζον προσεκτικόν βλέμμα προς τον ουρανόν και απορούσαν από το παράξενον θέαμα. [Ότε ανελήφθης εν δόξη Χριστέ ο Θεός, των Μαθητών ορώντων, αι νεφέλαι υπελάμβανον σε μετά σαρκός∙ πύλαι επήρθησαν αι ουράνιαι∙ ο χορός των Αγγέλων άχαιρεν εν αγαλλιάσει∙ αι ανώτεραιδυνάμεις έκραζον, λέγουσαι∙ Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών, και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης. Οι δε Μαθηταί, αλλα πέμψον ημίν το Πνεύμα του το πανάγιον, το οδηγούν και στηρίζων τας ψυχάς ημων]

Και ενώ είχαν καρφωμένα τα βλέμματα τους εις τον ουρανόν, τότε ακριβώς, που ανέβαινεν εκεί ο Κύριος, ιδού δύο Άγγελοι, που εμφανίσθησαν ως άνδρες, εστάθησαν κοντά τους με φορέματα λευκά. [Οι Άγγελοι σου Κύριε, τοις Αποστόλοις έλεγον∙ Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε βλέποντες εις τον ουρανόν; Ουτός έστι Χριστός ο θεός, ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν∙ ούτως ελέυσεται πόλιν, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν, πορευόμενον εις ουρανόν∙ λατρεύσατε αυτώ εν οσιότητι και δικαιοσύνη]
Και είπαν οι Άγγελοι προς αυτούς: «Άνδρες Γαλιλαίοι, διατί στέκεσθε και παρατηρείτε με βλέμμα ακίνητον εις τον ουρανόν; Ο Ιησούς σας, αυτός, ο οποίος ανελήφθη από σας εις τον ουρανόν, θα έλθη κατά τον ίδιο τρόπον, με το σώμα Του, δηλαδή, και καθήμενος επάνω εις σύννεφον, όπως και τώρα γεμάτοι θαυμασμόν και κατάπληξιν είδατε να πηγαίνη εις τον ουρανόν». (Πραξ. α’, 10-11)

Ο λόγος αυτός των Αγγέλων αναφέρεται εις την Δευτέραν και ένδοξον Παρουσίαν του Χριστού. Ο Ίδιος ο Χριστός, αναφερόμενος εις το θέμα αυτό, είπε: «και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής και αποστελλεί τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης και επισυνάξουσι τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ’ άκρων ουρανών έως άκρων αυτών». (Ματθ. κδ’, 30-31)ΔΠ

Καβερτζάς Φραγκιάς – Η Δευτέρα Παρουσία, 1640-41

Οι Μαθηταί ήσαν ατενίζοντες εις τον ουρανόν από θαυμασμόν προς τον αναλαμβανόμενον Κύριον. Το θέαμα αυτό αποτελεί μία εικόνα αφθάστου μεγαλείου που κρύβει υψηλό πνευματικόν νόημα. Ποίον είναι αυτό.

Πάντα οι Μαθηταί του Χριστού, δηλαδή οι Χριστιανοί, πρέπει να έχωμεν τον οφθαλμόν της ψυχής μας, δηλαδή τον νουν, εστραμμένον προς τον ουρανόν. Εις την Θείαν Λειτουργίαν ακούομεν την λειτουργικήν προτροπήν  του Ιερέως «άνω σχώμεν τα καρδίας» καθώς και την προτροπήν του Αποστόλου Παύλου: «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει». (Φιλιπ. γ’, 20) και πάλιν «τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης». (Κολ. γ’, 2)

Αυτή η ενατένισις και η ανύψωσις του νοός μας προς τον Κύριον έχει σχέσιν με την νοεράν ησυχίαν, κατά την οποίαν ο νους αποσπάται από τα γήινα και έλκεται από την μοναδική αγάπην του Κυρίου. Αυτό γίνεται με την επιστροφήν του νοός εις την καρδίαν. Επιστρέφοντες ο νους εις την καρδίαν, αρχίζει να καθαίρεται και να φωτίζεται∙ «και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης». (Λουκ. κδ’, 52)

Από την υπερβολικήν χαράν εσκίρτησεν η καρδιά τους δια δύο αίτια∙ πρώτον, δια την ελπίδα ότι έχουν να λάβουν το Άγιον Πνεύμα. Τόσον χαροποιόν είναι το Πνεύμα το Άγιον, ώστε και η ελπίδα ότι θα το λάβη κανείς τον κάνει να σκιρτά και να αγάλλεται. Καθώς και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος είς την κοιλίαν της μητρός του Ελισάβετ, παρακινούμενος από το Πνεύμα το Άγιον, εσκίρτησεν όταν η παρθένος Μαριάμ έφθασε εις τον οίκον τους.

Αυτή η ελπίδα περί της χάριτος του Αγίου Πνεύματος πρέπει να μας συνοδεύη μέχρι την Πεντηκοστήν, αλλά και εις όλην την ζωήν μας.

(Αυτή η ευλογία είναι πια η αρχή της Πεντηκοστής. Ο Κύριος ανέρχεται για να μας στείλει το παράκλητο Πνεύμα, όπως λέγει το τροπάριο της εορτής: «Ανυψώθηκες στη δόξα, Χριστέ Θεέ μας, αφού χαροποίησες τους μαθητές σου με την επαγγελία του Αγίου Πνεύματος και βεβαιώθηκαν από την ευλογία σου». Η Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα το θριαμβευτικό πέρας της επί γης παρουσίας Του και του απολυτρωτικού έργου Του. «Ανελήφθη εν δόξη» για να επιβεβαιώσει την θεία ιδιότητά Του στους παριστάμενους μαθητές Του. Για να τους στηρίξει περισσότερο στον τιτάνιο πραγματικά αγώνα, που Εκείνος τους ανάθεσε, δηλαδή τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του για το ανθρώπινο γένος.)

Δεύτερον, εχάρησαν οι Απόστολοι, διότι ηξιώθησαν να γίνουν αυτόπται και αυτήκοοι τοιούτων υπερφυών Μυστηρίων. Αυτή η υπερβολική χαρά δια τα μεγάλας ευεργεσίας και δωρεάς όπου έλαβον είχε ως φυσικόν αποτέλεσμα την ευχαριστίαν και δοξολογίαν προς τον αναληφθέντα Διδάσκαλον των. Δια τούτο: «ήσαν δια παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν». (Λουκ. κδ’, 53)

Ευαγγελική περικοπή (Ιωαν. 24: 36-53)

«36 Ταύτα δε αυτών λαλούντων αυτός ο Ιησούς έστη εν μέσω αυτών και λέγει αυτοίς· Ειρήνη υμίν. 37 πτοηθέντες δε και έμφοβοι γενόμενοι εδόκουν πνεύμα θεωρείν. 38 και είπεν αυτοίς· Τι τεταραγμένοι εστέ, και διατί διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν ταίς καρδίαις υμών; 39 ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι· ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. 40 και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας. 41 έτι δε απιστούντων αυτών από της χαράς και θαυμαζόντων είπεν αυτοίς· Έχετέ τι βρώσιμον ενθάδε; 42 οι δε επέδωκαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου, 43 και λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν. 44 είπε δε αυτοίς· Ούτοι οι λόγοι ούς ελάλησα προς υμάς έτι ων συν υμίν, ότι δεί πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω Μωϋσέως και προφήταις και ψαλμοίς περί εμού. 45 τότε διήνοιξεν αυτών τον νούν του συνιέναι τας γραφάς, 46 και είπεν αυτοίς ότι Ούτω γέγραπται και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, 47 και κηρυχθήναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ. 48 υμείς δε εστε μάρτυρες τούτων. 49 και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς· υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους. 50 Εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν, και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς. 51 και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν. 52 και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης, 53 και ήσαν διά παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν. Αμήν».

Αποστολικόν Ανάγνωσμα (Πραξ. 1: 1-12)

«1 Τον μεν πρώτον λόγον εποιησάμην περί πάντων, ω Θεόφιλε, ων ήρξατο ο Ιησούς ποιείν τε και διδάσκειν 2 άχρι ης ημέρας εντειλάμενος τοις αποστόλοις διά Πνεύματος αγίου ούς εξελέξατο ανελήφθη· 3 οις και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού. 4 και συναλιζόμενος παρήγγειλεν αυτοίς από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του πατρός ην ηκούσατέ μου· 5 ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας. 6 οι μεν ούν συνελθόντες επηρώτων αυτόν λέγοντες· Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ; 7 είπε δε προς αυτούς· Ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους η καιρούς ούς ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία, 8 αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, και έσεσθέ μου μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης. 9 και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών. 10 και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή, 11 οι και είπον· Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν. 12 Τότε υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ από όρους του καλουμένου ελαιώνος, ο εστιν εγγύς Ιερουσαλήμ, σαββάτου έχον οδόν.»

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ:

«Βλέπετε αυτή τη κοινή για μας εορτή και ευφροσύνη, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εχάρισε με την ανάσταση και ανάληψή του στους πιστούς; Επήγασε από θλίψη.

Βλέπετε αυτή τη ζωή, μάλλον δε την αθανασία; Επιφάνηκε σε μας από θάνατο.

Βλέπετε το ουράνιο ύψος, στο οποίο ανέβηκε κατά την ανύψωσή του ο Κύριος και την υπερδεδοξασμένη δόξα που δοξάσθηκε κατά σάρκα; Το πέτυχε με τη ταπείνωση και την αδοξία. Όπως λέγει ο απόστολος γι’ αυτόν, «εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, γι’ αυτό κι’ ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθεί κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και να διακηρύξει κάθε γλώσσα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος σε δόξα Θεού Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).

Εάν λοιπόν ο Θεός υπερύψωσε το Χριστό του για το λόγο ότι ταπεινώθηκε, ότι ατιμάσθηκε, ότι πειράσθηκε, ότι υπέμεινε επονείδιστο σταυρό και θάνατο για χάρη μας, πως θα σώσει και θα δοξάσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξωμε τη ταπείνωση, αν δεν δείξουμε τη προς τους ομοφύλους αγάπη, αν δεν ανακτήσωμε τις ψυχές μας δια της υπομονής των πειρασμών, αν δεν ακολουθούμε δια της στενής πύλης και οδού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή, τον σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αυτήν; «διότι, και ο Χριστός έπαθε για μας, αφήνοντάς μας υπογραμμό (παράδειγμα), για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του». (Α’ Πέτρ. 2:21).

Η ενυπόστατος Σοφία του υψίστου Πατρός, ο προαιώνιος Λόγος, που από φιλανθρωπία ενώθηκε μ’ εμάς και μας συναναστράφηκε, ανέδειξε τώρα εμπράκτως μια εορτή πολύ ανώτερη και από αυτή την υπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τη διάβαση, της σ’ αυτόν ευρισκομένης φύσεώς μας, όχι από τα υπόγεια προς την επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό του ουρανού και προς τον πέρα από αυτόν θρόνο του δεσπότη των πάντων.

Σήμερα ο Κύριος όχι μόνο στάθηκε, όπως μετά την ανάσταση, στο μέσο των μαθητών του, αλλά και αποχωρίσθηκε από αυτούς και, ενώ τον έβλεπαν, αναλήφθηκε στον ουρανό και εισήλθε στ’ αληθινά άγια των αγίων «και εκάθησε στα δεξιά του Πατρός πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από κάθε όνομα και αξίωμα, που γνωρίζεται και ονομάζεται είτε στον παρόντα είτε στον μέλλοντα αιώνα».(Εφ. 1:20)

Γιατί λοιπόν στάθηκε στο μέσο τους κι’ έπειτα τους συνόδευσε; «Τους εξήγαγε, λέγει, έξω έως τη Βηθανία», αλλά «και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24:50). Το έκαμε για να επιδείξει τον εαυτό του ολόκληρο σώο και αβλαβή, για να παρουσιάσει τα πόδια υγιή και βαδίζοντα σταθερά, αυτά που υπέστησαν τα τρυπήματα των καρφιών, τα ομοίως επί του σταυρού καρφωμένα χέρια, την ίδια τη λογχισμένη πλευρά, αν έφεραν πάνω τους, τους τύπους των πληγών, προς διαπίστωση του σωτηριώδους πάθους.

Εγώ δε νομίζω ότι δια του «στάθηκε στο μέσο των μαθητών» δεικνύεται και το ότι αυτοί στηρίχθηκαν στη πίστη προς αυτόν, με αυτή τη φανέρωση και ευλογία του. Γιατί δεν στάθηκε μόνο στο μέσο όλων αυτών, αλλά και στο μέσο της καρδιάς του καθενός, γιατί από εκείνη την ώρα οι απόστολοι του Κυρίου έγιναν σταθεροί και αμετακίνητοι.

Στάθηκε λοιπόν στο μέσο τους και τους λέγει, «ειρήνη σε σας», τούτη τη γλυκιά και σημαντική και συνηθισμένη του προσφώνηση. Την διπλή ειρήνη, προς το Θεό που είναι γέννημα της ευσέβειας και αυτή που έχουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας. Και καθώς τους είδε φοβισμένους και ταραγμένους από την ανέλπιστη και παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ότι βλέπουν πνεύμα – φάντασμα, αυτός τους ανέφερε πάλι τους διαλογισμούς της καρδιάς των, και αφού έδειξε ότι είναι αυτός ο ίδιος, πρότεινε τη διαβεβαίωση δια της εξετάσεως και ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, όχι γιατί είχε ανάγκη τροφής, αλλά για επιβεβαίωση της αναστάσεώς του.

Έφαγε δε μέρος ψητού ψαριού και μέλι από κηρύθρα, που είναι και αυτά σύμβολα του μυστηρίου του. Δηλαδή ο Λόγος του Θεού ένωσε στον εαυτό του καθ’ υπόσταση τη φύση μας, που σαν ιχθύς κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου, και την καθάρισε με το απρόσιτο πυρ της Θεότητός του. Με κηρύθρα δε μελισσιού μοιάζει η φύση μας γιατί κατέχει το λογικό θησαυρό τοποθετημένο στο σώμα σαν μέλι στη κηρύθρα. Τρώγει από αυτά ευχαρίστως γιατί καθιστά φαγητό του τη σωτηρία του καθενός από τους μετέχοντας της φύσεως. Δεν τρώει ολόκληρο, αλλά μέρος «από κηρύθρα μέλι» επειδή δεν πίστευσαν όλοι και δεν το παίρνει μόνος του, αλλά προσφέρεται από τους μαθητές, γιατί του φέρνουν μόνο τους πιστεύοντες σ’ αυτόν, χωρίζοντάς τους από τους απίστους.

Κατόπιν τους υπενθύμισε τους λόγους του πριν το πάθος, που όλοι πραγματοποιήθηκαν. Τους υποσχέθηκε να τους στείλει το άγιο Πνεύμα, τους είπε να καθίσουν στην Ιερουσαλήμ μέχρι να λάβουν δύναμη από ψηλά. Μετά τη συζήτηση ο Κύριος τους έβγαλε από το σπίτι και τους οδήγησε έως τη Βηθανία και αφού τους ευλόγησε, όπως αναφέραμε, αποχωρίσθηκε από αυτούς και ανυψώθηκε προς τον ουρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σαν όχημα και ανήλθε ενδόξως στους ουρανούς, στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Πατρός, καθιστώντας ομόθρονο το φύραμά μας.

Καθώς οι Απόστολοι δεν σταματούσαν να κοιτάζουν τον ουρανό, με τη φροντίδα των αγγέλων πληροφορούνται ότι έτσι θα έλθει πάλι από τον ουρανό και «θα τον ιδούν όλες οι φυλές της γης, να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού». (Ματθ. 24: 30) Τότε οι μαθητές αφού προσκύνησαν από το Όρος των Ελαιών, από όπου αναλήφθηκε ο Κύριος, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ χαρούμενοι, αινώντας και ευλογώντας το Θεό και αναμένοντες την επιδημία του θείου Πνεύματος.

Όπως λοιπόν εκείνος έζησε και απεβίωσε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε, έτσι κι’ εμείς ζούμε και πεθαίνουμε και θα αναστηθούμε όλοι. Την ανάληψη όμως δεν θα πετύχουμε όλοι, αλλά μόνο εκείνοι για τους οποίους ζωή είναι ο Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος, όσοι προ του θανάτου σταύρωσαν την αμαρτία δια της μετανοίας, μόνο αυτοί θα αναληφθούν μετά την κοινή ανάσταση σε νεφέλες προς συνάντηση του Κυρίου στον αέρα. (Α’ Θεσ. 4:17).

Ας έρθουμε στο υπερώο μας, στο νου μας προσευχόμενοι, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας για να πετύχουμε την επιδημία του Παρακλήτου και να προσκυνήσουμε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο».

Απολυτίκιον της Αναλήψεως

Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τὴ ἐπαγγελία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου

Κοντάκιον

Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.

Μεγαλυνάριον

Άγγελοι την άνοδον του Δεσπότου, ορώντες εξεπλήττοντο∙ πως μετά δόξης επήρθη, από της γης εις τα άνω.

Μέγα τὸ μυστήριο τῆς ἡμέρας! Γιατὶ μὲ τὴν ἐν σώματι Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανοὺς ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ φαινόμενος μέχρι τότε ἀπὸ συγκατάβαση ταπεινὸς Θεάνθρωπος ὄχι μόνο ξαναέλαβε τὴ δόξα τῆς Θεότητος, ἄφησε δηλαδὴ νὰ διαφανεῖ πλέον καὶ σὲ ἀγγέλους καὶ σὲ ἀνθρώπους ἡ δόξα τῆς Θεότητός Του, ποὺ οὐδέποτε τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ καὶ συνανύψωσε μὲ τὴ θεωμένη του ἀνθρωπότητα τὴν πεσμένη ἀπὸ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση ὑψηλότερα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, καὶ τὴν ἔκανε συγκάθεδρη μὲ τὸν Θεό!

῍Ω βάθος καὶ ὕψος ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας Θεοῦ! Πῶς νὰ ἀνταποδώσουμε ἐπάξια τὴν εὐχαριστία στὸν ἀναληφθέντα Κύριο ἐμεῖς οἱ εὐτελεῖς χοϊκοί, γιὰ τὶς ἀνέκφραστες καὶ ἀκατάληπτες στὸν ἀνθρώπινο μας νοῦ δωρεὲς καὶ χάριτες; Καὶ ποιά εὐθύνη ἐπωμισθήκαμε ἐμεῖς οἱ γηγενεῖς, γιὰ νὰ κρατοῦμε καθαρὸ καὶ ἁγνὸ καὶ ἄξιο τῆς κλήσεώς μας τὸ σῶμα μας, ποὺ ἁγίασε καὶ θέωσε καὶ συνανέλαβε ὁ Θεάνθρωπος;

Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία: Νὰ στοιχοῦμε στὸ κήρυγμα καὶ θέλημα τοῦ Φιλανθρώπου Θεανθρώπου καὶ τῶν μαθητῶν Του, ποὺ εἶναι διὰ βίου ἀγώνας γιὰ μετάνοια καὶ ἀνακαίνιση τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ μας, ποὺ πρέπει νὰ γίνει νοῦς Χριστοῦ, καὶ ἐπάξια συμμετοχή, κοινωνία τοῦ ἀναστημένου ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματός Του, εἰς «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον», κατὰ τὴν ἀψευδή του ἐπαγγελία. Γένοιτο, Κύριε!

Ας περνά και η δική μας ζωή με μια συνεχή ευχαριστίαν και δοξολογίαν της Αγίας Τριάδος, εις την οποία πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Η σωτηρία συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο θεανδρικό Σώμα του Χριστού. Αυτό εννοούσε, όταν υποσχόταν στους μαθητές Του: «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20)

Αινούμε κι ευλογούμε τον Κύριο, γιατί με την Ανάληψή Του φώτισε το νού μας για να δούμε το δρόμο και τον προορισμό της ζωής μας. Αινούμε κι ευλογούμε τον Πατέρα, που με την αγάπη Του ανταποκρίνεται στην αγάπη μας προς τον Υιό και ενοικεί, μαζί με τον Υιό, σε όλους εκείνους που ομολογούν και τηρούν τις εντολές Του. Έχουμε διαρκώς τον Πατέρα και τον Υιό στο νού μας, τους αινούμε και τους ευλογούμε όπως έκαναν οι απόστολοι στην Ιερουσαλήμ κι αναμένουμε το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο, να έρθει και σε μας.

Περιμένουμε Εκείνον που μας επισκιάζει όλους στο βάπτισμα, αλλά αποσύρεται όταν αμαρτάνουμε. Είθε ν’ ανακαινιστεί μέσα μας ο πρώτος άνθρωπος, ο ουράνιος. Είθε κι εμεί μαζί με τους αποστόλους να αινούμε και να ευλογούμε τον αναληφθέντα στους ουρανούς Κύριο Ιησού Χριστό, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα και ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. 

Αμήν

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: