Αντίο, Νανά… Η τελευταία συνάντηση με τη Νανά…

Κοινοποίηση:
ImageHandler (1)

Την Πέμπτη ήμασταν μαζί.

Και μου έλεγε πόσο θέλει να ζήσει. Και με παρότρυνε να φάω ένα κομμάτι κρουασάν απ’το δικό της «γιατί είσαι πολύ αδύνατη, κοντεύεις να με φτάσεις»

Λίγο πριν. Τηλεφώνημα από φίλους και συναδέλφους: «Πέθανε η Νανά…» Δεν το πιστεύω. Της τηλεφωνώ. Δεν απαντά. Της στέλνω μήνυμα στο facebook. Παραμένει αδιάβαστο. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Ίσως να μην ακούει το τηλέφωνο. Ίσως να είναι εκτός facebook. Ίσως η φράση «πέθανε η Νανά» να είναι υπερβολή, ψέμα, δημοσιογραφική «διαστροφή». Δεν μπορεί να πέθανε η Νανά.

Την Πέμπτη ήμασταν μαζί. Και μου έλεγε πόσο θέλει να ζήσει. Και με παρότρυνε να φάω ένα κομμάτι κρουασάν απ’ το δικό της «γιατί είσαι πολύ αδύνατη, κοντεύεις να με φτάσεις». Και μου άνοιξε την καρδιά της δείχνοντας μου, χωρίς την παραμικρή ντροπή, μία-μία τις πληγές που την οδήγησαν στην τραγική αυτή ασθένεια. Και μου υποσχέθηκε ότι θα με πάει για φαγητό στον Ωρωπό στην ταβέρνα της κολλητής της φίλης, της Λίας…

Πέθανε η Νανά. Το κακό μαντάτο γίνεται είδηση και η είδηση γεγονός σε μια ιστορία «μη αναστρέψιμη». Δεν ξέρω γιατί ήθελα τόσο εμμονικά, τόσο απόλυτα να συναντήσω τη Νανά. Ίσως επειδή «έκλεινε» δέκα χρόνια μάχης με την νευρική ανορεξία, ίσως γιατί πέρσι τέτοια εποχή έβγαλε γλώσσα στο θάνατο, ίσως επειδή εκνευριζόμουν κάθε φορά που την έκαναν πρώτο θέμα μόνο όταν όδευε προς στο τέλος και όχι προς την αρχή μιας νέας, αλλιώτικης ζωής. Ήθελα να είναι καλά η Νανά. Να την έχει σκαπουλάρει από την σκατοαρρώστια. Να βγάλω μέσα από τα χείλη και την ψυχή της την είδηση ότι όλα είναι εφικτά αρκεί να τα πιστέψεις και τα παλέψεις…

19420722_1563136547039652_2211458010044953533_n

Η Νανά Καραγιάννη και η Ρομίνα Ξύδα στην τελευταία τους συνάντηση

Συναντηθήκαμε την περασμένη Πέμπτη. Σ’ ένα καφέ στα Κάτω Πατήσια: «Μόνο φωτογράφο μη φέρεις», μου είχε πει. «Έλα μόνη σου. Την ψυχή μου θέλω να σου ανοίξω. Φωτογράφισε αυτήν…». Φτάνω στο ραντεβού μας μία ώρα νωρίτερα, στις δέκα το πρωί. Νιώθω την ανάγκη για λίγο χρόνο μόνη μου, να ζυμώσω μέσα μου τις ατάκες και τις εικόνες της πριν το μεγάλο μας ραντεβού, πριν την μετατροπή του συναισθήματος σε ξερές δημοσιογραφικές ερωτήσεις. Δεν προλαβαίνω. Την βλέπω να με περιμένει καθισμένη στην άκρη ενός κεντρικού τραπεζιού. Μπροστά της, ένας καφές κι ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Της δίνω το χέρι μου, το ακουμπάει απαλά _ τόση είναι η δύναμή της _ κι ύστερα μου λέει ότι πρέπει να φάω. Πως είμαι πολύ αδύνατη, ίδια με εκείνη. Δεν είμαι, αλλά η Νανά δεν το βλέπει. Δεν της χαλάω χατίρι. Παραγγέλνει κρουασάν, τυρόπιτες, «κι ό,τι άλλο έχετε γιατί πεινάμε». Μοιάζει να είναι καλά. Που και που τσιμπολογάει σαν πουλάκι, συνεχώς ανάβει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο: «Δεν θα το κόψω ποτέ. Μόνο αυτό μου έμεινε…»

Ξεκινάει να μιλάει μόνη της, χωρίς πλάνο, χωρίς ερωτήσεις. Για πρώτη φορά στη ζωή της είναι, λέει, καλά. Τον νίκησε τον σκατοθάνατο, πέρσι τέτοια εποχή, μέσα σε κάποιον θάλαμο εντατικής. «Δεμένη με είχαν γιατί όσο βρισκόμουν σε κώμα ένιωθα μια λάμψη να με τραβάει προς την πλευρά της κι εγώ ήθελα να πάω προς τα εκεί. Δεν θα ξαναμπώ στην εντατική. Προτιμώ να πεθάνω… Αν και δεν θέλω να πεθάνω όχι για το τομάρι μου αλλά για τη μάνα μου, για να μην λυπηθεί εκείνη…»

Μου λέει πως ποτέ δεν αισθάνθηκε όμορφη. Ποτέ αγαπητή. Ποτέ το παιδί που κάποιος νοιάστηκε για εκείνο. Και πως εκείνο το πεινασμένο για αγάπη παιδί άρχισε να αυτοκαταστρέφεται για λίγα ψίχουλα αγάπης:

«Ήθελα να εκδικηθώ τους γονείς μου. Να νιώσουν ενοχές για την αγάπη που δεν ένιωσα να μου δίνουν. Τώρα δεν θέλω άλλο πια. Αρκετά τους ταλαιπώρησα. Και τους συγχώρεσα…». Λέει κι άλλα για εκείνα τα χρόνια και κάθε φορά που επιστρέφει πίσω τα μάτια της βουρκώνουν. Το χειρότερό της, θα ήταν λέει να αποκτήσει σύζυγο και παιδί. Θέλει να είναι μόνη. Κατάμονη. Χωρίς υποσχέσεις αγάπης, χωρίς «επιταγές» έρωτα γιατί πάντα τις «σκάνε» σαν βόμβες στα χέρια και την ισοπεδώνουν. Έχασε, λέει, τα πάντα και είπε πολλά ψέματα. Δεν έτρωγε όσο πόσταρε, δεν άκουγε όσο έπρεπε, δεν πάλεψε όσο έδειχνε. Μπορεί και να μην μπορούσε. Μπορεί και να μην ήθελε. Τώρα όμως θέλει αλλά δεν ξέρει αν μπορεί. Μπορεί;
Λίγοι άνθρωποι στάθηκαν, λέει, ουσιαστικά κοντά της κι αυτοί «δεύτερης σειράς»;

«Τα πρωτοκλασάτα ονόματα το έκαναν για να πουλήσουν, τα δευτεροκλασάτα γιατί είναι άνθρωποι». Επιμένει να μην κοιτάμε πίσω παρά μόνο μπροστά. Στις χαρές που θα έρθουν, στα κιλά που θα πάρει: «Τα εξήντα θα φτάσω! Θα το δεις!». Της λέω ότι δεν την πιστεύω, με ικετεύει να το κάνω: «Κοίτα πως τρώω. Κοίτα το χέρι μου πως πάχυνε. Δες το πρόσωπό μου πως έφτιαξε… Έλα να βγούμε μια φωτογραφία να δούνε όλοι ότι είμαι καλά. Και να τα γράψεις ωραία την Κυριακή στο Θέμα. Έτσι όπως πάντα ήθελα να με βλέπουν. Να δώσουμε χαρά στον κόσμο που με αγαπάει. Μου το υπόσχεσαι;». Της το υπόσχομαι. Όπως κι ότι θα βγούμε μαζί για φαγητό και για ποτό και για κουτσομπολίκι: «Έχω να σου πω τόσα για τους γλίτσες που κυβερνούν τα ΜΜΕ που θα γελάς για μια ολόκληρη ζωή…».

Κλείνω το μαγνητόφωνο. Ποζάρουμε μαζί στο φακό. Εκείνη, με πιο μεγάλο χαμόγελο απ’ το δικό μου. Κι ύστερα, γέρνει προς την πλευρά μου και μου λέει ψιθυριστά: «Σε παρακαλώ, πάρε με αγκαλιά γιατί δεν μπορώ να περπατήσω καλά. Πάρε με, αλλά μην το πεις πουθενά». Την παίρνω αγκαλιά. Βγαίνουμε οι δυο μας, ένα σώμα, στην Πατησίων. Αυτοκίνητα, βλέμματα, κίνηση, κόσμος, αποχαιρετιστήριο φιλί, τελευταία ατάκα: «Ωραία να τα γράψεις. Αισιόδοξα. Δεν αντέχω άλλη λύπη. Δεν μπορώ άλλα δάκρυα. Δεν θέλω άλλο πόνο». Δεν μπορώ να τα γράψω «ωραία», ρε Νανά. Το ξαφνικό φευγιό σου «έσπασε» τον όρκο που σου έδωσα. Τα κομμάτια του βρίσκονται κάπου στην Πατησίων και ο πόνος πάνω από ένα «βουβό» πληκτρολόγιο.

Αντίο, Νανά…

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

1 Comment

  1. Προφανως λογω της ανορεξιας “πειραχτηκαν” καποια οργανα.
    Παντως η κοπελα τον τελευταιο καιρο η κοπελα επαιρνε φαγητο απ’το Σπιτι Του Ηθοποιου…και αυτο προκαλει ευλογες αποριες.

Comments are closed.