Χρήσιμες ή επιβλαβείς οι γλυκαντικές ουσίες;

Κοινοποίηση:
17862968_303

Γλυκαντικές ουσίες όπως η ασπαρτάμη και η ακεσουλφάμη Κ ξεπερνούν τη βιομηχανική ζάχαρη στον κατάλογο των συστατικών τροφίμων. Το θέμα διχάζει την επιστημονική κοινότητα: υγιή ή επικίνδυνα υποκατάστατα της ζάχαρης;

Τα γλυκαντικά ανήκουν στην κατηγορία των πρόσθετων τροφίμων. Το γιατί είναι τόσο δημοφιλή είναι εύκολο να το εξηγήσουμε: δεν έχουν θερμίδες και η γλυκαντική τους δύναμη είναι πολλές φορές μεγαλύτερη από την επιτραπέζια ζάχαρη. Μόνο λίγα χιλιοστόγραμμα αρκούν για να γλυκάνουν την τροφή και μάλιστα χωρίς πολλές θερμίδες. Για παράδειγμα, η ασπαρτάμη είναι 200 φορές πιο γλυκιά από την επιτραπέζια ζάχαρη ενώ η σουκραλόζη 500 φορές. Είναι όμως τα γλυκαντικά τόσο αθώα;

Η αρνητική επίδραση των γλυκαντικών ουσιών

Το πιο ισχυρό και παλαιότερο επιχείρημα κατά των γλυκαντικών ουσιών είναι ότι αυτές είναι καρκινογόνες. Σε πείραμα που έγινε με αρουραίους, τους έδωσαν μία υψηλή δόση κυκλαμικού νατρίου. Αυτό προκάλεσε σε ορισμένα ζώα καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Ωστόσο, τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευθούν στην περίπτωση του ανθρώπου, επειδή τα γλυκαντικά δεν καταναλώνονται συνήθως σε τόσο μεγάλες ποσότητες όπως στο πείραμα.

Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι οι γλυκαντικές ουσίες επιδρούν αρνητικά στην εντερική χλωρίδα. Ένα πείραμα που διεξήχθη από ισραηλινούς ερευνητές σε ποντίκια το 2014 έδειξε ότι μετά από τακτική κατανάλωση σακχαρίνης και σουκραλόζης, τα ζώα είχαν στην πραγματικότητα μια διαταραγμένη εντερική χλωρίδα και προβλήματα με το μεταβολισμό της γλυκόζης. Ωστόσο η κατάσταση της έρευνας είναι ακόμη αβέβαιη.

Ο γιατρός Στέφαν Κάμπις από το Γερμανικό Ινστιτούτο για τη διατροφική έρευνα στο Πότσνταμ διακρίνει σε πολλές μελέτες ένα βασικό πρόβλημα. «Συχνά, δοκιμάζονται μόνο δύο ή τρία γλυκαντικά, αλλά υπάρχουν τόσες πολλές γλυκαντικές ουσίες που έχουν διαφορετικές χημικές συνθέσεις και τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευθούν», λέει. Προκειμένου να αποκτήσουν αποδεικτική αξία τα αποτελέσματα της έρευνας πρέπει να γίνει ένα πείραμα με κάθε ένα από τα γλυκαντικά που εγκρίνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Κάμπις θεωρεί ότι «πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω εάν τα γλυκαντικά είναι από μόνα τους ένα πρόβλημα ή μόνο σε συνδυασμό με άλλα τρόφιμα».

Ένας ενδεχόμενος κίνδυνος από την κατανάλωση γλυκαντικών ουσιών υπάρχει και ως προς την αντίληψη που έχουν τα παιδιά για τη γεύση. Σε νεαρή ηλικία, ο εγκέφαλος δεν έχει ακόμη μάθει να συνδυάζει τη γλυκιά γεύση με το γεγονός ότι το σώμα λαμβάνει εκείνη τη στιγμή τροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες. Έτσι, όταν τρώνε γλυκαντικά ο εγκέφαλος μπερδεύεται γιατί υπάρχει μεν απόλαυση μέσω της γλυκιάς γεύσης αλλά χωρίς θερμίδες.

Τα γλυκαντικά εξαπατούν τον εγκέφαλο

Μεταξύ των ερευνητών που θεωρούν ότι τα γλυκά παραπλανούν τον εγκέφαλο είναι και ο διαβητολόγος και ειδικός παθολόγος Άχιμ Πίτερς, ο οποίος ανέπτυξε την «Εγωιστική θεωρία του εγκεφάλου». Ο εγκέφαλος καλύπτει όλες σχεδόν τις ενεργειακές του ανάγκες με γλυκόζη. Όταν η ποσότητα δεν είναι αρκετή, η όρεξη και η πρόσληψη τροφής αυξάνονται. Αυτό μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην παχυσαρκία. Μέσω της έρευνάς του, ο Πίτερς έχει ανακαλύψει ότι τα γλυκαντικά εξαπατούν τον εγκέφαλο και βλάπτουν τον υγιή μεταβολισμό. Εάν για παράδειγμα κάποιος φάει ένα μάφιν με γλυκαντικό, ο εγκέφαλος δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει εάν έχει εφοδιαστεί με ενέργεια. Αυτή η αβεβαιότητα οδηγεί σε μια φυσιολογική αντίδραση και αυτή είναι η υπερβολική πρόσληψη τροφής.

Μία μελέτη με ποντίκια από τη Γαλλία φανερώνει ακόμη μία πιθανή αρνητική επίδραση: τα γλυκαντικά μπορούν να τόσο εθιστικά όσο είναι και η συνηθισμένη ζάχαρη. Η εθιστική επίδραση αποδείχτηκε ισχυρότερη από αυτήν των ναρκωτικών όπως η κοκαΐνη.

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων ασχολείται εκ νέου με το θέμα των γλυκαντικών χωρίς θερμίδες. Όλα τα γλυκαντικά που έχουν εγκριθεί στην ΕΕ από το 2009 πρέπει να επανεξεταστούν. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει πρόσφατες μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις των ουσιών στην υγεία, πόσο υψηλά είναι τα επίπεδα των γλυκαντικών σε τρόφιμα και τον βαθμό στον οποίο οι πολίτες της ΕΕ καταναλώνουν διάφορα γλυκαντικά. Τα αποτελέσματα αναμένονται μέχρι τα τέλη του 2020.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: