Η «ακτινογραφία» του οχυρού της Ζαραφώνας στον Πάρνωνα. Eκεί, για να θυμίζει όσα δεν κατακτήσαμε…

Κοινοποίηση:
kastro_zarafwnas_3

Μια ενδιαφέρουσα και ενδελεχή μελέτη έχουν εκπονήσει οι κκ Γιώργος Κ. Νίκας και Νεκτάριος Ι. Σκάγκος για το κάστρο της Ζαραφώνας, για τις παρεμβάσεις ανάδειξης του οποίου δημοσιεύτηκε αποκλειστικό ρεπορτάζ στον «Λακωνικό Τύπο».

Η περίληψη της μελέτης των κκ Νίκα και Σκάγκου, η οποία δημοσιεύθηκε το 2019 στον 44ο τόμο του έγκριτου επιστημονικού περιοδικού «Δελτίον» της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, έχει ως εξής:

Το οχυρό της Ζαραφώνας βρίσκεται πάνω σε χθαμαλό λόφο (υψόμετρο 748 μ.) του όρους Πάρνωνα, περίπου 2 χλμ. νότια του σύγχρονου οικισμού – του βυζαντινού Σεραφῶνος, όπως αναφέρεται σε χρυσόβουλλο του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1301) και σε αργυρόβουλλο του δεσπότη Θεοδώρου Α΄ Παλαιολόγου (1391/2). Η θέση του είναι κομβική καθώς ελέγχει τη διάβαση από το οροπέδιο του Γερακίου στην περιοχή της Τσακωνιάς, η οποία ανήκε στην περιφέρεια της Μονεμβασίας κατά την βυζαντινή περίοδο, έχοντας απρόσκοπτη θέα προς το Γεράκι, την πεδιάδα του Έλους και τον Λακωνικό κόλπο.

Το οχυρό της Ζαραφώνας έχει αποτελέσει αντικείμενο αναφοράς από διαφόρους ερευνητές ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Η πρώτη συστηματική εξέταση και χρονολόγηση των οχυρώσεων έγινε τo 1930 από τον Α. Bon. Η αρχιτεκτονική και φωτογραφική τεκμηρίωση που πραγματοποίησε ο Σ. Μαμαλούκος το 2008 έθεσε τη βάση για μια εμπεριστατωμένη μελέτη του μνημείου. Στην παρούσα εργασία γίνεται περιγραφή και αναλυτική εξέταση των τυπολογικών, κατασκευαστικών και μορφολογικών στοιχείων του οχυρού, με σκοπό την προσέγγιση της οικοδομικής ιστορίας και της αρχιτεκτονικής των οχυρώσεων, σε σχέση με το επίσημο αρχιτεκτονικό ιδίωμα του Δεσποτάτου του Μορέως καθώς και με τις επιρροές της φραγκικής παρουσίας στην περιοχή.

Ο οχυρωματικός περίβολος έχει πεταλόσχημη κάτοψη, καθώς ακολουθεί το εδαφικό ανάγλυφο, και περικλείει έκταση με εμβαδόν 680τμ. Τα τείχη είναι κατακόρυφα, με μέγιστο σωζόμενο ύψος 8,00μ., και ενισχύονται από τέσσερις ορθογώνιους πύργους στα άκρα. Τα κατάλοιπα στηθαίου με οδοντωτές επάλξεις και περιδρόμου, που είναι προσβάσιμος μέσω λίθινης κλίμακας, είναι ορατά στη βορειοδυτική πλευρά. Οι πύργοι, «ανοικτοί» εσωτερικά, αναπτύσσονται σε δύο ή τρεις στάθμες και διατηρούν ίχνη από ξύλινα δώματα στο ίδιο επίπεδο με τον περίδρομο. Στον βορειοδυτικό πύργο, ο οποίος αναπτύσσεται σε τρεις στάθμες (ύψος 10,00 μ.), τοξοθυρίδες διαμορφώνονται στην τοιχοποιία και οριζόντιες σειρές βησάλων δείχνουν τα επίπεδα των ξυλόπατων. Ο νοτιοανατολικός πύργος έχει μια καμαροσκέπαστη στέρνα στο πρώτο επίπεδο και τοξοθυρίδες στο δεύτερο‧ πλησιόχωρα, διαμορφώνεται αποχωρητήριο μέσα στο τείχος.

Ο κεντρικός πύργος αναπτύσσεται σε τρεις στάθμες (ύψος 21,00 μ.) και διατηρεί αυθεντικά κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία που δείχνουν συνάφεια με οχυρωματικές κατασκευές και κοσμικά κτήρια του Γερακίου και του Μυστρά. Στην πρώτη στάθμη καμαροσκέπαστη κινστέρνα συνδέεται με υδαταγωγό. Η είσοδος ανοίγεται στον όροφο που είναι προσβάσιμος μέσω της λίθινης κλίμακας του περιδρόμου. Στον όροφο σώζονται τα ίχνη δύο ημισφαιρικών θόλων (φουρνικών) και τέσσερις ημισφαιρικοί θόλοι. Οι δοκοθήκες στη βάση τοξωτού ανοίγματος στην ανατολική πλευρά υποστήριζαν μικρό ξύλινο εξώστη. Τα κατάλοιπα τοξοθυρίδας και αποχωρητηρίου εντοπίζονται δίπλα σε τοξωτό άνοιγμα στη νότια πλευρά. Η επικοινωνία ανάμεσα στον όροφο και την τρίτη στάθμη γίνεται μέσω θολοσκέπαστης λίθινης κλίμακας που στηρίζεται σε τεταρτοκυκλικό τόξο. Στην τρίτη στάθμη, η οποία καλυπτόταν με σταυροθόλιο, διατηρούνται δύο τοξοθυρίδες στη βόρεια πλευρά και ίχνη προσκυνηταρίου στην ανατολική. Επίσης, διακρίνονται στοιχεία από δύο τοξωτά ανοίγματα και αποχωρητήριο στη νότια πλευρά. Μια ξύλινη κλίμακα, με κτιστά τα άκρα της, εξυπηρετούσε την πρόσβαση στο δώμα μέσω καταπακτής. Η τοιχοποιία επισκευάστηκε σε μια δεύτερη οικοδομική φάση, οπότε διαμορφώθηκαν νέα ανοίγματα (δύο ορθογώνια παράθυρα), τυφεκιοθυρίδες και επάλξεις. Τρεις αβαθείς τοξωτές κόγχες στην ανωδομή της ανατολικής πλευράς και μια ορθογώνια κόγχη στη βορειοανατολική γωνία της πρώτης στάθμης πιθανόν προορίζονταν για την τοποθέτηση εμβλημάτων. Επιπλέον, περιμετρική ζώνη λίθινων κιλλιβάντων στο ύψος των επάλξεων πιθανόν συνδέονται με ξύλινες κατασκευές –εξώστη ή διαφράγματα– και καταχύστρες. Σημειώνεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή ξυλοδεσιές και ικριώματα, ενώ οριζόντιες σειρές βησάλων δείχνουν τα επίπεδα οριζοντίωσης της τοιχοποιίας.

Η πύλη ανοίγεται στο βορειοδυτικό τείχος, κοντά στον κεντρικό πύργο, και είναι τοξωτή‧ επιστέφεται από καταχύστρα και αβαθή τοξωτή κόγχη. Μια τοξωτή πυλίδα διαμορφώνεται στο νοτιοδυτικό τείχος. Κατόπιν μετατροπών που επήλθαν στον αρχικό σχεδιασμό, η πυλίδα φράχθηκε με τοιχοποιία, στην οποία διαμορφώθηκε τοξοθυρίδα. Επίσης, διώροφο κτήριο-κατοικία κατασκευάστηκε σε επαφή με το βορειοδυτικό τείχος και τη νότια πλευρά του πύργου. Το κτήριο αυτό διατηρεί τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά που απαντούν σε κτήρια του Γερακίου και του Μυστρά (ξύλινη δίρριχτη στέγη, ξύλινο μεσοπάτωμα, ξύλινο εξώστη στην ανατολική πλευρά της δεύτερης στάθμης, αποχωρητήριο, είσοδο με επίστεψη τοξωτής κόγχης και τοξωτά ή ορθογώνια τοιχαρμάρια).

Η κατασκευή των οχυρώσεων οφείλεται σε ειδικευμένο και έμπειρο οικοδομικό συνεργείο που ανταποκρίθηκε κάλλιστα στις απαιτήσεις μιας εξέχουσας, ισχυρής προσωπικότητας, η οποία διέθετε την οικονομική ή στρατιωτική δύναμη για την εφαρμογή ενός τόσο φιλόδοξου οχυρωματικού έργου. Σύμφωνα με τους A. Bon και K. Andrews, το οχυρό δεν είναι φραγκικό αλλά ανάγεται με βεβαιότητα στην περίοδο μετά την ανακατάληψη της Λακωνίας από τους βυζαντινούς. Η πρόσφατη έρευνα οδήγησε στη διάκριση δύο οικοδομικών φάσεων, των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Η χρονολόγηση της πρώτης οικοδομικής φάσης βασίζεται σε εγχάρακτο μονόγραμμα Θ Δ Π (= Θεόδωρος Δεσπότης Πορφυρογέννητος) στη δυτική πλευρά του κεντρικού πύργου, το οποίο εμφανίζει συνάφεια με αντίστοιχο μονόγραμμα στην ακρόπολη της Μονεμβασίας. Το τελευταίο συσχετίζεται με τον Θεόδωρο Β΄ Παλαιολόγο, ο οποίος μερίμνησε, σύμφωνα με αργυρόβουλλο ορισμό του 1442, για την ενίσχυση των οχυρώσεων της Μονεμβασίας και συνακόλουθα για την αμυντική θωράκιση της περιφέρειάς της, όπως η Ζαραφώνα.

Στη διάρκεια του Α΄ Βενετοτουρκικού πολέμου (1463–1479) το οχυρό της Ζαραφώνας περιήλθε στην κυριαρχία των Βενετών, αλλά μετά την συνθήκη ειρήνης (Απρίλιος 1479) επιδικάστηκε στους Τούρκους. Λίγα χρόνια πριν την έναρξη του Β΄ Βενετοτουρκικού πολέμου (1499–1503), το 1483, οι Οθωμανοί είχαν ήδη αρχίσει να καταστρέφουν τις οχυρώσεις στη Ζαραφώνα και σε άλλα μέρη, με σκοπό να περιορίσουν το ενδεχόμενο οιασδήποτε αντίστασης στη μεθόριο των κτήσεών τους με τη βενετοκρατούμενη Μονεμβασία. Την περίοδο εκείνη οι επάλξεις του περιβόλου καθαιρέθηκαν και ο κεντρικός πύργος αχρηστεύτηκε. Ωστόσο, επισκευάστηκε από τους νέους κυριάρχους του Μοριά, τους Οθωμανούς, πιθανότατα μετά το τέλος του Γ΄ Βενετοτουρκικού πολέμου και την κατάκτηση της Μονεμβασίας το 1540. Η μνεία του torre de Sarafona στον χάρτη του Battista Agnese το 1554, μπορεί να θεωρηθεί terminus ante quem για την επισκευή του πύργου. Επιπλέον, τυπολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία του (ορθογώνια παράθυρα, τυφεκιοθυρίδες και τοιχοποιία) έχουν συνάφεια με οχυρωματικά έργα της Α΄ Οθωμανικής περιόδου στην περιοχή της Μονεμβασίας.

Επισημείωση: Το παραπάνω κείμενο είναι περίληψη της μελέτης των Γ. Κ. Νίκα (αρχιτέκτονα) και Ν. Ι. Σκάγκου (αρχαιολόγου) για το οχυρό της Ζαραφώνας στον Πάρνωνα Λακωνίας, η οποία δημοσιεύθηκε το 2019 στον τεσσαρακοστό τόμο του έγκριτου επιστημονικού περιοδικού Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας. Στη μελέτη αυτή γίνεται περιγραφή και αναλυτική εξέταση των τυπολογικών, κατασκευαστικών και μορφολογικών στοιχείων του οχυρού της Ζαραφώνας, με σκοπό την προσέγγιση της οικοδομικής ιστορίας και της αρχιτεκτονικής των οχυρώσεων, σε σχέση με το επίσημο αρχιτεκτονικό ιδίωμα του Δεσποτάτου του Μορέως καθώς και με τις επιρροές της φραγκικής παρουσίας στην περιοχή. Στα πορίσματα της μελέτης επισημαίνεται ότι «τα τυπολογικά, κατασκευαστικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του οχυρού της Ζαραφώνας συνιστούν πολύτιμο συγκριτικό υλικό για την καλύτερη δυνατή χρονολογική προσέγγιση άλλων οχυρώσεων, για τις οποίες δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία. Το οχυρό συγκαταλέγεται στα ελάχιστα έργα οχυρωματικής υψηλών αξιώσεων στον Μοριά, που χρονολογούνται με ακρίβεια, και καθίσταται πλέον σταθμός στη μελέτη της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής».

lakonikos.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: