Τι συνέβη στον Έλληνα κατάσκοπο όταν οι Αμερικανοί έμαθαν ότι ήταν πράκτορας της ΕΥΠ;

Κοινοποίηση:
lalas-stayros-700x467

Φεβρουάριος του 1993. Το Σκοπιανό έχει εισέλθει στην τρίτη και πιο «καυτή» φάση του, δοκιμάζοντας περισσότερο από ποτέ τις αντοχές και τις ικανότητες της ελληνικής διπλωματίας.

Στην Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, φτάνει ένα σήμα με πολύ σημαντικές πληροφορίες. Αποστολέας φαίνεται ως ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους και δέκτης ο πρέσβης των Αμερικανών στην Ελλάδα, Μάικλ Σωτήρχος.

Οι απόρρητες πληροφορίες όμως δεν μένουν μεταξύ των δύο ανδρών. Όπως και κάθε άλλο σήμα, εκείνη την εποχή, από τις ΗΠΑ προς τους διπλωματικούς εκπροσώπους της στην Ελλάδα, καταλήγει, μέσω ενός ανθρώπου, στα χέρια της ΕΥΠ.

Είναι ο άνθρωπος που επί 16 χρόνια τροφοδοτεί την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και κατ’ επέκταση την Ελληνική πολιτική ηγεσία, με πολύτιμες πληροφορίες για την αμερικανική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια, τις θέσεις και τον αριθμό των Τουρκικών Δυνάμεων στο Αιγαίο, στον Έβρο και σε ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής επικράτειας.

Πρόκειται για τον Έλληνα πράκτορα Στιβ (ή Σταύρο) Λάλα, στέλεχος της CIA και διαβιβαστή της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα από το Δεκέμβριο του 1990.

Το σήμα διαβιβάζεται στον αξιωματικό της ΕΥΠ, που έχει επωμιστεί να λαμβάνει τις πληροφορίες από τον Λάλα. Εκείνος όμως δεν ακολουθεί την προβλεπόμενη διαδικασία, υποπίπτοντας σε ένα μεγάλο λάθος. Αντί να το μεταφέρει προς αξιοποίηση στη Διεύθυνση Συλλογής και Επεξεργασίας Πληροφοριών, το μεταβιβάζει απευθείας στην πολιτική ηγεσία, πιθανόν για να κερδίσει την εύνοια της. Άμεσος αποδέκτης του ανεπεξέργαστου μηνύματος είναι η υφυπουργός εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού.

Το περιεχόμενο του εγγράφου ήταν τόσο σοβαρό που δόθηκε εντολή στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον να γίνει διάβημα διαμαρτυρίας στην αμερικανική πλευρά. Ο χειρισμός του θέματος «προδίδει» τον Έλληνα κατάσκοπο. Οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται ότι μόνο από κάποια διαρροή εντός Πρεσβείας θα μπορούσε το περιεχόμενο του εγγράφου να φτάσει στην ελληνική κυβέρνηση.

Το Υπουργείο Εξωτερικών είχε υποπέσει σε μια τεράστια διπλωματική γκάφα, κάνοντας επίσημα χρήση αυτών των πληροφοριών. Αγνοούσε ωστόσο πιθανότατα ότι το σήμα δεν είχε περάσει από φάση επεξεργασίας.

Το Μάρτιο του 1993 φτάνουν στην Αθήνα ο αξιωματικός του FBI Τζον Κουατρόκι με συνοδεία πρακτόρων για να διερευνήσουν την υπόθεση. Παγιδεύουν τον κλωβό ασφαλείας της Πρεσβείας των ΗΠΑ για να διαπιστώσουν από που προέρχονται οι διαρροές. Με τις κάμερες εντοπίζουν τον Σταύρο Λάλα αντί να καταστρέφει, να κρατάει και να διοχετεύει έξω τα απόρρητα σήματα. Οι Αμερικανοί εντοπίζουν ακολούθως και τις συναντήσεις του με τον ταξίαρχο της ΕΥΠ, Αναξαγόρα Σπιτά.

Είναι η αρχή του τέλους της δράσης του μεγαλύτερου Έλληνα κατασκόπου στη σύγχρονη ιστορία.

Ο Σταύρος Λάλας, γιος Ελλήνων μεταναστών, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε το 1953 στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ. Οι διηγήσεις του πατέρα του ήταν τέτοιες που δεν χρειάστηκε να (τη) ζήσει για να αγαπήσει την Ελλάδα. Μόλις ενηλικιώθηκε κατετάγη στον αμερικανικό στρατό και εστάλη για να πολεμήσει σε Βιετνάμ και Λάος, συμμετέχοντας σε ειδικές επιχειρήσεις.

Στα 20 χρόνια του επέστρεψε πίσω λόγω τραυματισμού και κατέθεσε τα χαρτιά του για εισαγωγή στη CIA, η οποία χρειαζόταν βιογραφικά σαν το δικό του. Έγινε όντως μέλος της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών των ΗΠΑ και το 1977 ο Λάλας πήρε μετάθεση, ως απεσταλμένος της, στο Στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη. Χειριζόταν εκεί πολλές σημαντικές πληροφορίες για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, αρκετές εκ των οποίων σχετίζονταν με την Τουρκία.

Αυτός ήταν ο λόγος που τον πλησίασε ένας Έλληνας κατάσκοπος, που με διπλωματική κάλυψη είχε ως έδρα τη Σμύρνη. «Θέλουμε να δουλέψεις για την ΕΥΠ. Χρειαζόμαστε τη βοήθεια σου, είδες τι έγινε με την Κύπρο», του είπε. Ο Λάλας δεν το σκέφτηκε στιγμή, λέγοντας ότι θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για την πατρίδα.

Κατά τη θητεία του στη Σμύρνη, οι ελληνικές Αρχές γνώριζαν ανά πάσα στιγμή τις θέσεις και τη διάταξη των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, ακόμα-ακόμα κινήσεις και αποβατικά σχέδια. Τα απόρρητα έγγραφα που παρέδιδε ο Λάλας ήταν μεγάλης αξίας κι έτσι κανείς δεν… χάρηκε όταν το 1984 μετατέθηκε στο Βελιγράδι. Έμεινε εκεί όμως μόνο μια διετία και από το 1985 άρχισε να τροφοδοτεί ξανά την ΕΥΠ με πολύτιμα στοιχεία, καθώς μετατέθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Πολλές φορές απλώς περνούσε τα σύνορα του Έβρου και παρέδιδε πληροφορίες, ενώ τότε ξεκίνησε να επισκέπτεται συχνά τη Χρυσούπολη Καβάλας για να δει την οικογένειά του.

Το 1989 η CIA τον έστειλε στην Ταϊβάν, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στις ελληνικές Αρχές. Η Αθήνα του ασκούσε πιέσεις να μετατεθεί σε πόστο κρίσιμο για την ίδια και όντως, το Δεκέμβριο του 1990, ο Λάλας τοποθετήθηκε στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα. Το πόστο του ήταν στη μονάδα επικοινωνίας προγραμμάτων. Ήταν υπεύθυνος για τη διαβίβαση κάθε απορρήτου και ειδικά διαβαθμισμένου σήματος που κατέφτανε είτε από τη CIA, είτε από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.

Η ΕΥΠ γνώριζε πλέον από πρώτο χέρι τις σκέψεις και τις προθέσεις των Αμερικάνων για ένα σωρό ζητήματα που σχετιζόταν με την Ελλάδα. Ο Ελληνοαμερικανός κατάσκοπος δεν κατέστρεφε μετά τη χρήση τους τα σήματα, όπως ήταν η δουλειά του να κάνει, αλλά τα παρέδιδε χέρι με χέρι στο σύνδεσμο επικοινωνίας που είχε ορίσει η ΕΥΠ.

Τα μέτρα ασφαλείας ήταν όμως ανύπαρκτα. Ο συγκεκριμένος σύνδεσμος συναντιόταν με τον Λάλα σε ένα διαμέρισμα, στου Ζωγράφου, το οποίο χρησιμοποιούσε και ως «ερωτική φωλιά» της παράνομης σχέσης του με μία πράκτορα της ΕΥΠ! Μια φορά μάλιστα τον επισκέφτηκε και στο σπίτι του, κάτι εντελώς αντίθετο με τους κανόνες ασφαλείας.

Ποτέ δεν δημιουργήθηκε ομάδα αντιπαρακολούθησης και ο Λάλας είχε μείνει με την εσφαλμένη εντύπωση ότι ήταν προστατευόμενος. «Δεν ήταν επαγγελματίες. Θα έπρεπε να είχαν πάρει μια τέτοια δουλειά στα σοβαρά, αλλά δεν το είχαν κάνει», δήλωσε ο ίδιος ο «χρυσός» Έλληνας πράκτορας στην τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε στο «Κουτί της Πανδώρας» του Κώστα Βαξεβάνη το 2007.

Αφότου οι Αμερικανοί ανακάλυψαν από που προερχόταν το σήμα, ο Έλληνας με το διπλό ρόλο κλήθηκε από τη CIA να ταξιδέψει στη Βιρτζίνια για να ενημερωθεί εκτάκτως δήθεν για ένα σημαντικό υπηρεσιακό θέμα που σχετιζόταν με τρομοκρατικές οργανώσεις. Ήταν 28 Απριλίου του 1993. Μόλις κατέβηκε από το αεροπλάνο, ο Λάλας συνελήφθη.

Δεν ήταν δυνατό να αρνηθεί τίποτα, καθώς του έδειξαν φωτογραφίες με την παρακράτηση των σημάτων που έφταναν στα χέρια του. Μετά από διαδοχικές ανακρίσεις, ομολόγησε τη μυστική του δράση από το 1977 μέχρι το 1993. Οδηγήθηκε σε Στρατοδικείο με την κατηγορία της «συνωμοσίας με σκοπό την κατασκοπεία προς όφελος συμμάχου χώρας».

Ο Λάλας καταδικάστηκε για «προδοσία» σε 14ετή κάθειρξη και σε καθεστώς επιτήρησης πέντε ετών και οδηγήθηκε σε φυλακές υψίστης ασφαλείας.

Η Αθήνα είχε υποστεί μεγάλο διπλωματικό πλήγμα και η τότε κυβέρνηση, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, θεώρησε σκόπιμο να «θαφτεί» το θέμα και να μην ενταχθεί στην ατζέντα των διμερών επαφών με τις ΗΠΑ (σε ανάλογη περίπτωση το Ισραήλ είχε πρώτο θέμα στις διπλωματικές επαφές με τους Αμερικανούς την αποφυλάκιση του κατασκόπου Τζόναθαν Πόλαρντ).

Δεν διατάχθηκε καν ανακριτική διαδικασία στους κόλπους της ΕΥΠ προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες. Ο Σταύρος Λάλας αφέθηκε στην τύχη του και από τις επόμενες κυβερνήσεις, ενώ σύμφωνα με τον ίδιο δεν λήφθηκε καμία μέριμνα ούτε για την οικογένειά του, που είχε μείνει πίσω. Είχε αφήσει στην Χρυσούπολη τη σύζυγο με τους δύο γιους του, ο μεγαλύτερος εκ των οποίων είχε γεννηθεί με σύνδρομο down.

Το καλοκαίρι του 2005 ο Λάλας αφέθηκε ελεύθερος με τον όρο της «διαβίωσης υπό επιτήρηση» στη Μασαχουσέτη. Εν τέλει, ύστερα από συνεχείς διαπραγματεύσεις, κατάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα, στις 25 Νοεμβρίου 2007. Η ταλαιπωρία του δεν είχε τελειώσει. Χρειάστηκε άλλα τέσσερα χρόνια αναμονής για να λάβει την ελληνική ιθαγένεια, που είχε αιτηθεί από το 2005!

Το σενάριο της εγκληματικής αμέλειας του πράκτορα – συνδέσμου, που μετέδωσε απευθείας το επίμαχο σήμα στο Υπουργείο Εξωτερικών και ουσιαστικά «κάρφωσε» τον Λάλα αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος.

Ένα από τα στελέχη του ελληνικού ΥΠΕΞ εκείνη την περίοδο έδωσε μια εντελώς διαφορετική εκδοχή στον Κώστα Βαξεβάνη. «Οι πληροφορίες Λάλα πήγαιναν επί χρόνια μόνο στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών. Από ένα σημείο κι έπειτα ο κύκλος των αποδεκτών μεγάλωσε. Τα έγγραφα Λάλα έφταναν στον υπουργό Άμυνας, αλλά και σε υφυπουργούς.

Πολλοί από τους αποδέκτες δεν γνώριζαν καν αγγλικά. Έτσι μια ομάδα μεταφραστών προστέθηκε δίπλα στους πράκτορες και τους υπουργούς. Τουλάχιστον 25 άτομα χειρίζονταν έτσι τις ευαίσθητες πληροφορίες του Λάλα. Πάρα πολλοί. Ο Λάλας ήταν τόσο παραγωγικός που κάποιες μέρες έφταναν έως και 5 σήματα σε Έλληνες ενδιαφερόμενους. Κάποιος από αυτούς κάρφωσε τον Λάλα στους Αμερικανούς. Και τότε αυτοί έστησαν το παιχνίδι της κατηγορίας του. Ένα ψεύτικο σήμα με αποστολέα τον ίδιο τον Μπους ήταν το δόλωμα. Ο Λάλας το πήρε και πιστεύοντας ότι είναι σοβαρό και όχι ψεύτικο, το διοχέτευσε. Το κακό είναι ότι κάποιοι Έλληνες πολιτικοί συνεργάστηκαν στη συνέχεια για να σκηνοθετήσουν μια αντίδραση προς τους Αμερικανούς για να εκτεθεί ο Λάλας».

Την εκδοχή της «προδοσίας» υποστηρίζει και ο ίδιος ο Σταύρος Λάλας. Ο άνθρωπος που σύμφωνα με κάποιους απ’ όσους είχαν χειριστεί τα σήματά του εκείνη την κρίσιμη περίοδο, προσέφερε υπηρεσίες ζωτικής σημασίας στην πατρίδα. Υποστηρίζουν ότι χωρίς τη δική του πληροφόρηση, η Ελλάδα θα είχε μπει σε πολύ μεγάλες περιπέτειες, καθώς χάρη σε αυτήν κατάφερε να ματαιώσει κάποια σχέδια που υπήρχαν και την ενέπλεκαν στην ευρύτερη κρίση στα Βαλκάνια.

Η Ελλάδα είχε στην καρδιά της CIA έναν δικό της άνθρωπο για 16 χρόνια, ο οποίος της προσέφερε τόσο σημαντική υπηρεσία όσο ίσως κανένας άλλος Έλληνας μετά τη μεταπολίτευση. Ρίσκαρε τα πάντα -τη σπουδαία καριέρα του στη CIA, αλλά και την ελευθερία του- για την αγάπη προς μία πατρίδα που δεν είχε καν γνωρίσει.

Το «ευχαριστώ» του επίσημου ελληνικού κράτους απέναντί του ήταν βγαλμένο απ’ την αντίδραση του Απόστολου Πέτρου όταν ρωτήθηκε από Ρωμαίο στρατιώτη αν γνωρίζει τον συλληφθέντα Ιησού Χριστό: «Δεν τον είδαμε, δεν τον ξέρουμε…»

Σήμερα, ο Σταύρος Λάλας, ζει στην Χρυσούπολη Καβάλας με την οικογένεια του, και θυμάται με συννεφιασμένο βλέμμα και πικρία όλα όσα τον ανάγκασαν να περάσει σχεδόν 15 χρόνια μακριά της. Οι συντοπίτες του όμως αναγνωρίζουν, με τις καθημερινές εκδηλώσεις τους, ποιο είναι το μέγεθος του.

Αν αυτό είναι μια παρηγοριά, η άποψη που έχει για αυτόν ο (δεχόμενος bullying στο σχολείο για το φυλακισμένο πατέρα του) γιος του, Παναγιώτης, λειτουργεί ως βάλσαμο στις πληγές του: «Ο πατέρας μου είναι ήρωας. Είμαι περήφανος για αυτόν».

Ίσως για αυτό, ο μεγάλος Έλληνας παραμένει… αμετανόητος: «Όχι, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Και το χρόνο πίσω να γύριζα, τα ίδια θα έκανα ξανά…»

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: